«Εξαιρετικά ανησυχητική» χαρακτηρίζεται η κατάσταση που αφορά τη μικροβιακή αντοχή, κυρίως στα νοσοκομεία. Τι διαπιστώνουν οι ευρωπαϊκές Αρχές, που προτείνουν να κηρυχθεί ύψιστη εθνική προτεραιότητα Δημόσιας Υγείας
Επείγουσα δράση για το μείζον πρόβλημα της μικροβιακής αντοχής στην Ελλάδα ζητεί το Ευρωπαϊκό Κέντρο Ελέγχου Νόσων (ECDC), που πραγματοποίησε αυτοψία στα ελληνικά νοσοκομεία και διαπίστωσε εξάπλωση των ανθεκτικών μικροβίων, σε τόσο ανησυχητικό βαθμό ώστε να επιβάλλεται η κήρυξη ύψιστης εθνικής προτεραιότητας.
Οι εμπειρογνώμονες του ECDC έχουν βρεθεί αρκετές φορές στη χώρα μας για το θέμα της μικροβιακής αντοχής. Η τελευταία επίσκεψη πραγματοποιήθηκε τον περασμένο Απρίλιο, κατόπιν αιτήματος των ελληνικών αρμόδιων αρχών, όπως αναφέρει η σχετική έκθεση. Εξι ειδικοί επισκέφθηκαν νοσοκομεία και κατέγραψαν την κατάσταση, μελετώντας παράλληλα όλα τα επιδημιολογικά δεδομένα.
Τι διαπίστωσαν
Οι εμπειρογνώμονες διαπίστωσαν ότι μετά την προηγούμενη επίσκεψη του ECDC (το 2019) εφαρμόστηκαν διάφορες πολιτικές για τον έλεγχο της μικροβιακής αντοχής. Η χορήγηση αντιβιοτικών μόνο με ιατρική συνταγή (σ.σ.: η ανορθολογική χρήση αντιβιοτικών είναι διεθνώς μία από τις κύριες αιτίες της μικροβιακής αντοχής, δηλαδή της αντίστασης στις διαθέσιμες θεραπείες) και η νομοθέτηση πολιτικών που αφορούν τη διαχείριση των λοιμώξεων στο νοσοκομειακό περιβάλλον ήταν ανάμεσα σε αυτές. Παρατηρήθηκαν επίσης, όπως αναφέρει η έκθεση, πρωτοβουλίες σε μεμονωμένα νοσοκομεία, καθοδηγούμενες «από ενημερωμένο και αφοσιωμένο προσωπικό».
Η διατύπωση είναι περισσότερο και από σαφής: «Οι αποσπασματικές αυτές πρωτοβουλίες δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν την έκταση της ανησυχητικής κρίσης δημόσιας υγείας που προκαλεί η μικροβιακή αντοχή στη χώρα. Μόνο μια επείγουσα, εθνικά συντονισμένη προσπάθεια, που θα κινητοποιούσε όλα τα επίπεδα με ισχυρή πολιτική δέσμευση, και συντονισμό στο πλαίσιο μιας κατάστασης δημόσιας υγείας ύψιστης εθνικής προτεραιότητας θα μπορούσε να έχει αποτέλεσμα ενάντια στη μετάδοση των ανθεκτικών μικροβίων και στις σημαντικές δυσμενείς συνέπειες για τους ασθενείς και το σύστημα υγειονομικής περίθαλψης στην Ελλάδα».
Σούπερ μικρόβια στα νοσοκομεία
Σύμφωνα με την έκθεση αυτοψίας του ECDC, στα ελληνικά νοσοκομεία τα ποσοστά αντοχής των μικροοργανισμών που επιτηρούνται σε επίπεδο ΕΕ όχι μόνο είναι σημαντικά υψηλότερα από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο, αλλά έχουν αυξηθεί σε σύγκριση με την προηγούμενη καταγραφή.
Οι αριθμοί τρομάζουν:
Klebsiella pneumoniae, αντοχή 72% (έναντι 63,9% το 2018)
Acinetobacter, αντοχή 95,9% (έναντι 92,4% το 2018)
Pseudomonas aeruginosa, αντοχή 48,7% (έναντι 37,5% το 2018)
E. coli, αντοχή 1,5% (έναντι 1% το 2018)
S. pneumoniae, 46,7% αντίσταση στην πενικιλίνη
Staphylococcus aureus, 39% ανθεκτικός στη μεθικιλλίνη
Ολα τα παραπάνω είναι μικρόβια που «κυκλοφορούν» στα ελληνικά νοσοκομεία (και στα ευρωπαϊκά, βεβαίως) και προκαλούν σοβαρές λοιμώξεις. Ολα, επίσης, είναι ανθεκτικά σε ένα ή και περισσότερα αντιοβιοτικά ή «οικογένειες» αντιβιοτικών. Οσο υψηλότερο είναι το ποσοστό αντοχής, τόσο δυσκολότερη είναι η θεραπεία. Και όσο μια λοίμωξη μένει χωρίς θεραπεία, τόσο αυξάνονται οι επιπλοκές της και ο κίνδυνος μόνιμης βλάβης ή και θανάτου για τον ασθενή.
Το ECDC διαπιστώνει ότι οι ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις (εκείνες που αναπτύσσονται σε ασθενείς που έχουν εισαχθεί στο νοσοκομείο για άλλο λόγο) είναι συχνότερες στην Ελλάδα σε σύγκριση με άλλες χώρες. Για την ακρίβεια, ο επιπολασμός των ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων είναι σχεδόν διπλάσιος στην Ελλάδα (12,2%) από τον μέσο όρο της ΕΕ (6,8%).
Ολοι οι παραπάνω αριθμοί είναι, βέβαια, απολύτως ενδεικτικοί για το πόσο δύσκολα αντιμετωπίζονται τα υπερ-μικρόβια στην Ελλάδα. Ωστόσο η έκθεση αυτοψίας το κάνει ακόμη πιο ξεκάθαρο: «Η κατάσταση αυτή αποτελεί σοβαρή απειλή για την ασφάλεια των ασθενών. Στη χειρότερη περίπτωση, θα μπορούσε να επηρεάσει την ικανότητα των νοσοκομείων στην Ελλάδα να παρέχουν υψηλής ποιότητας φροντίδα στους ασθενείς».
Τι φταίει
Το ECDC απαντά: «Η έλλειψη προσωπικού και η ανεπάρκεια πόρων για μέτρα πρόληψης και ελέγχου των λοιμώξεων συμβάλλουν στην επιδείνωση της μετάδοσης των ανθεκτικών παθογόνων, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος αυξημένης μετάδοσης και ελλιπούς αντιμετώπισης: Οι λοιμώξεις αυξάνουν την νοσηρότητα και τη θνησιμότητα και παρατείνουν τη νοσηλεία των ασθενών, επιβαρύνοντας συνολικά τη νοσοκομειακή περίθαλψη».
Αυτά αφορούν το νοσοκομειακό περιβάλλον. Αλλά τόσο στα νοσοκομεία όσο και στην κοινότητα, βασική αιτία αύξησης της μικροβιακής αντοχής είναι η ανορθολογική κατανάλωση αντιβιοτικών. Και σε αυτόν τον τομέα τα ευρήματα της αυτοψίας είναι αποκαρδιωτικά:
Το 2022, με βάση τα στοιχεία από το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Επιτήρησης της Κατανάλωσης Αντιμικροβιακών (ESAC-Net), η Ελλάδα είχε τη δεύτερη υψηλότερη συνολική κατανάλωση αντιβιοτικών στην ΕΕ (32,9 ημερήσιες δόσεις ανά 1.000 κατοίκους ανά ημέρα, ενδονοσοκομειακά και στην κοινότητα). Αυτή η κατανάλωση είναι 70% υψηλότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (19,4 ημερήσιες δόσεις ανά 1.000 κατοίκους ανά ημέρα).
Διαπιστώνεται, δε, δύο και τρεις φορές μεγαλύτερη κατανάλωση των λεγόμενων αντιβιοτικών νεότερης γενιάς, που αποτελούν και το έσχατο «όπλο» ενάντια στις ανθεκτικές λοιμώξεις (με την υπέρμετρη χρήση καθίστανται σταδιακά άχρηστα, αφού τα μικρόβια αναπτύσσουν αντοχή σε αυτά).
Στην κοινότητα (εξωνοσοκομειακή περίθαλψη) η κατανάλωση αντιβιοτικών ήταν κατά 84% μεγαλύτερη από τον μέσο όρο της Ευρώπης. Στον τομέα της νοσοκομειακής περίθαλψης, οι εμπειρογνώμονες διαπιστώνουν πως κάθε δεδομένη ημέρα, πάνω από 55% των ασθενών που νοσηλεύονται ως οξέα περιστατικά λαμβάνουν τουλάχιστον ένα αντιβιοτικό φάρμακο.
Κατά την αυτοψία προέκυψαν και μια σειρά από άλλες, πιο «τεχνικές» διαπιστώσεις, που αφορούν τη λειτουργία του Συστήματος Υγείας και σχετίζονται με την πρόληψη και αντιμετώπιση των λοιμώξεων – διαθεσιμότητα θαλάμων απομόνωσης και μονόκλινων δωματίων, επάρκεια αντισηπτικών διαλυμάτων, αριθμός και συχνότητα εργαστηριακών αναλύσεων, ωράρια λειτουργίας, συντονισμός μεταξύ τμημάτων κ.λπ.
Η έλλειψη προσωπικού και οι εφημερίες
Αναφέρεται, φυσικά, και η έλλειψη (νοσηλευτικού κυρίως) προσωπικού, με τους εμπειρογνώμονες να επισημαίνουν ότι με τη σημερινή υποστελέχωση είναι αδύνατο να υπάρξει στα ελληνικά νοσοκομεία πλήρης πρόληψη της μετάδοσης λοιμώξεων. «Είναι καλά τεκμηριωμένο ότι η υποστελέχωση και οι υψηλές αναλογίες ασθενών προς νοσηλευτές οδηγούν πάντα σε μη συμμόρφωση προς τα μέτρα πρόληψης» αναφέρεται ενδεικτικά σε κάποιο σημείο της έκθεσης.
Ακόμη και το σύστημα εφημεριών συμβάλλει, πιθανώς, στην εξάπλωση επικίνδυνων μικροβίων. Οπως το θέτει η έκθεση, «η τρέχουσα πρακτική της εναλλαγής των νοσοκομείων εισαγωγής (σ.σ.: αυτών που εφημερεύουν) ενέχει αρκετούς κινδύνους σε σχέση με την μικροβιακή αντοχή, επειδή οι θετικοί σε κάποιο μικρόβιο ασθενείς που παίρνουν εξιτήριο από ένα νοσοκομείο θα εισαχθούν σε διαφορετικό νοσοκομείο αν χρειαστούν επανεισαγωγή τις επόμενες ημέρες».
Τι πρέπει να γίνει
Το ECDC διατυπώνει έξι προτάσεις που πρέπει να εφαρμοστούν εδώ και τώρα:
• Ανακήρυξη της μικροβιακής αντοχής σε κατάσταση δημόσιας υγείας ύψιστης εθνικής προτεραιότητας. Αυτό όχι μόνο θα εστιάσει την προσοχή στην τρέχουσα κρίση, αλλά θα διευκολύνει την αποτελεσματική κατανομή πόρων για την αντιμετώπιση του προβλήματος.
• Ολοκλήρωση του εθνικού σχεδίου δράσης (ΕΣΔ) για την ανθεκτικότητα στα φάρμακα το συντομότερο δυνατό, αλλά χωρίς να μείνουν πίσω άλλες δράσεις (με τη δικαιολογία ότι περιμένουμε το σχέδιο δράσης).
• Σύσταση ομάδας εμπειρογνωμόνων, η οποία θα επισκέπτεται νοσοκομεία, θα υποστηρίζει τις παρεμβάσεις και θα εξετάζει την πρόοδο.
• Ενίσχυση των μέτρων πρόληψης και ελέγχου λοιμώξεων στα νοσοκομεία, ιδίως στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ), με επαρκείς υλικούς και ανθρώπινους πόρους.
• Εκ νέου ενημέρωση και ευαισθητοποίηση για την ορθή χρήση των αντιβιοτικών και εισαγωγή συστήματος ηλεκτρονικής συνταγογράφησης στα νοσοκομεία.
Πηγή: Protagon.gr