Η εξασθένιση του διαφράγματος ενοχοποιείται πιθανώς για τη χρόνια δύσπνοια που αντιμετωπίζουν ορισμένοι ασθενείς με ιστορικό νοσηλείας για COVID-19, όπως υποστηρίζει μία νέα μελέτη που δημοσιεύτηκε πριν από λίγες ημέρες.
Ανεξαρτήτως αν είχαν διασωληνωθεί κατά τη νοσηλεία τους ή όχι, οι ασθενείς που χρειάστηκαν εισαγωγή στο νοσοκομείο για την αντιμετώπιση της COVID-19, είχαν χειρότερες εξετάσεις λειτουργίας του διαφράγματος 15 μήνες αργότερα συγκριτικά με μία ομάδα ελέγχου. Μάλιστα, όσο χειρότερα ήταν τα αποτελέσματα των εξετάσεων για το διάφραγμα, τόσο σοβαρότερη ήταν η δύσπνοια στους ασθενείς.
Τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης έχουν ιδιαίτερη σημασία καθώς μας βοηθούν να κατανοήσουμε καλύτερα τους μηχανισμούς της δύσπνοιας στους ασθενείς με long COVID, όπως τονίζουν οι συγγραφείς της μελέτης που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό American Journal of Respiratory and Critical Care Medicine.
«Η έρευνά μας προσφέρει στους ασθενείς μία εξήγηση για το αίσθημα της δύσπνοιας που αντιμετωπίζουν μετά τη νοσηλεία τους για COVID-19. Σήμερα, γνωρίζουμε ότι η εξάσκηση των αναπνευστικών μυών μπορεί να βοηθήσει τους ασθενείς με αδυναμία του διαφραγματικού μυός. Κατά συνέπεια, η προσέγγιση αυτή θα μπορούσε ίσως να αποτελέσει θεραπεία για τους παραπάνω ασθενείς», τόνισε η ομάδα της έρευνας.
Προηγούμενες μελέτες που είχαν ασχοληθεί με τους μηχανισμούς της long COVID είχαν ανιχνεύσει βλάβες μόνο στους πνεύμονες και όχι στην καρδιά.
Στον πληθυσμό των ασθενών που εξέτασε η επιστημονική ομάδα της παρούσας μελέτης διαπιστώθηκε ότι μετά από 15 μήνες, το 28% των ασθενών με COVID-19 είχαν ήπια ή καθόλου δύσπνοια, το 48% είχαν μέτρια δύσπνοια, ενώ το 32% είχαν σοβαρή δύσπνοια.
Οι διαταραχές του διαφράγματος ανιχνεύθηκαν μέσω υπερήχου στο 80% των εθελοντών και δεν φάνηκε να υπάρχει διαφοροποίηση ανάλογα με τη σοβαρότητα της δύσπνοιας ή το ιστορικό διασωλήνωσης.
Στη μελέτη εξετάστηκαν συνολικά 50 ασθενείς που νοσηλεύτηκαν στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο RWTH Aachen των ΗΠΑ από το Φεβρουάριο του 2020 μέχρι τον Απρίλιο του 2021 για COVID-19. Η μέση ηλικία του δείγματος ήταν τα 58 χρόνια και το 28% ήταν γυναίκες.
Περίπου το 50% των ασθενών διασωληνώθηκαν κατά τη νοσηλεία τους, ενώ οι υπόλοιποι έλαβαν απλά συμπληρωματικό οξυγόνο.
Μετά από 15 μήνες, το 32% των ασθενών που διασωληνώθηκαν είχαν σοβαρή δύσπνοια, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στους ασθενείς που δεν διασωληνώθηκαν ήταν 16%. Το 40% των ασθενών με ιστορικό διασωλήνωσης είχαν μέτρια δύσπνοια, ενώ στην άλλη ομάδα το ποσοστό αυτό ήταν 56%.
Η επιστημονική ομάδα τόνισε ότι η μελέτη τους δεν μπορεί να αποδείξει σχέση αιτίας-αποτελέσματος ανάμεσα στις διαταραχές του διαφράγματος και τη δύσπνοια, καθώς ήταν έρευνα παρατήρησης.
Ωστόσο, οι παρατηρήσεις της έχουν σημασία, καθώς προσφέρουν για πρώτη φορά ένα μηχανισμό που μπορεί να εξηγήσει το σύμπτωμα της δύσπνοιας στους ασθενείς με ιστορικό νοσηλείας για την COVID-19.