Η Ελλάδα είναι η πέμπτη γηράσκουσα χώρα στον κόσμο και η τρίτη στην ΕΕ με το χαμηλότερο αριθμό γεννήσεων
Η Ελλάδα διαθέτει για μακροχρόνια φροντίδα περίπου δυόμισι κλίνες ανά 1.000 άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών, όταν ο μέσος όρος στα υπόλοιπα κράτη του ΟΟΣΑ είναι 45 κλίνες. Σίγουρα υπολειπόμαστε σε κλίνες. Δεν σημαίνει όμως, κατ’ ανάγκη ότι οι υπηρεσίες μακροχρόνιας φροντίδας, αφορούν μόνο δομές, αλλά μπορούν να αποτελέσουν ένα κομμάτι σε αυτό που λέμε υπηρεσίες κατ’ οίκον νοσηλείας. Και ήδη, σε αυτό το πλαίσιο, λειτουργούν προγράμματα του ΟΔΙΠΥ, όπως το ΝΟΣΠΙ (Νοσοκομειακή Φροντίδα στο Σπίτι). Η επισήμανση ανήκει στον προϊστάμενο της Γενικής Διεύθυνσης, του Οργανισμού Διασφάλισης της Ποιότητας στην Υγεία (Ο.ΔΙ.Π.Υ) Ελευθέριο Θηραίο, γενικό/οικογενειακό Ιατρό, και δ/ντή ΕΣΥ, ο οποίος σε συνέντευξη του στο Πρακτορείο FM και στην Τάνια Μαντουβάλου μεταξύ άλλων, τονίζει την κρισιμότητα του δημογραφικού προβλήματος στη χώρα μας, η οποία καθιστά επιτακτική την ανάγκη για ανάπτυξη μακροχρόνιας φροντίδας.
Η Ελλάδα είναι η πέμπτη γηράσκουσα χώρα στον κόσμο και η τρίτη στην ΕΕ με το χαμηλότερο αριθμό γεννήσεων
«Έως το 2050 πάνω από το 40% του πληθυσμού θα είναι άνω των 60 ετών και το 10% άνω των 80. Είμαστε η πέμπτη γηράσκουσα χώρα στον κόσμο, μετά την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα, την Ισπανία και την Πορτογαλία, αλλά και η τρίτη χώρα στην ΕΕ με τον χαμηλότερο αριθμό γεννήσεων». Άλλο σημαντικό κριτήριο για την ανάγκη της μακροχρόνιας φροντίδας, τονίζει ο κ. Θηραίος, είναι ότι το 50% των νοσοκομειακών κλινών μας, καλύπτεται από άτομα άνω των 70, που θα μπορούσαν αντί να καταλαμβάνουν κλίνες οξείας νοσηλείας, να λαμβάνουν σε δομές μακροχρόνιας φροντίδας πιο ολοκληρωμένες υπηρεσίες υγείας. «Επίσης, ένα 80% της μακροχρόνιας φροντίδας στην Ευρώπη παρέχεται από άτυπους φροντιστές, ενώ χρειαζόμαστε εκπαιδευμένους φροντιστές και αυτό είναι κάτι που έχουμε ήδη εντάξει στο ΝΟΣΠΙ καθότι έχουμε συμπεριλάβει πρόγραμμα εκπαίδευσης φροντιστών».
Έως το 2050 πάνω από 38 εκατομμύρια πολίτες στην ΕΕ θα χρειαστούν μακροχρόνια φροντίδα
Σύμφωνα με τον κ. Θηραίο, η μακροχρόνια φροντίδα υγείας αφορά ουσιαστικά την παροχή υπηρεσιών υγείας σε ανθρώπους που αντιμετωπίζουν χρόνια προβλήματα υγείας, ή αναπηρίες και απαιτούν νοσηλεία, αποκατάσταση, περίθαλψη από εξειδικευμένο προσωπικό και ανάγκη φιλοξενίας είτε σε δημόσιους ή σε ιδιωτικούς φορείς, σε κλειστή νοσηλεία ή και ανοιχτή, είτε κατ’ οίκον υπηρεσίες υγείας. Όπως διευκρινίζει, η μακροχρόνια φροντίδα ουσιαστικά αφορά στις υπηρεσίες που είναι μετά το νοσοκομείο, μετά την παροχή κάποιας φροντίδας, τη διάγνωση και υποστηρικτική θεραπεία που θα παρασχεθεί από το νοσοκομείο. «Η μακροχρόνια φροντίδα είναι σήμερα πιο απαραίτητη από ποτέ γιατί πλέον το ανοσολογικό προφίλ έχει αλλάξει, καθότι έχει παρέλθει η εποχή που τα κύρια νοσήματα ήταν τα λοιμώδη. Σήμερα, χρόνιες παθήσεις, όπως είναι οι καρδιακές παθήσεις, τα εγκεφαλικά επεισόδια, ο καρκίνος, οι χρόνιες αναπνευστικές παθήσεις, ο διαβήτης, αποτελούν πλέον την κύρια αιτία θνησιμότητας και αναπηρίας παγκοσμίως. Αυτά τα χρόνια νοσήματα αντιπροσωπεύουν το 60% του συνόλου των θανάτων και μάλιστα υπολογίζεται ότι το 2050 πάνω από 38 εκατομμύρια πολίτες στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα χρειαστούν μακροχρόνια φροντίδα. Επίσης, πλέον, γνωρίζουμε ότι 1 στους 4 άνω των 60 ετών παίρνει τουλάχιστον πέντε διαφορετικά φάρμακα για τρεις διαφορετικές παθήσεις».
Σύντομα εντάσσονται στο ΝΟΣΠΙ το Παίδων Αγία Σοφία και το Αττικόν
Όσον αφορά την κατ’ οίκον νοσηλεία, όπως εξηγεί ο κ. Θηραίος, περιλαμβάνει το πρόγραμμα ΝΟΣΠΙ που τρέχει ο ΟΔΙΠΥ σε ασθενείς που η υποστήριξή τους βασίζεται σε μηχανήματα, αναπνευστήρες κλπ. Το ΝΟΣΠΙ προσφέρεται και σε παιδιά, εδώ και πέντε χρόνια με ίδιους πόρους από το «Ιπποκράτειο» Θεσσαλονίκης, ενώ σύντομα θα ενταχθούν στο πρόγραμμα το «Αττικόν» και το Παίδων «Αγία Σοφία» για παιδιά με σοβαρά νοσήματα, όπως είναι πχ η κυστική ίνωση. Όσον αφορά τους ενήλικες μετά από εγκεφαλικό ή άλλα προβλήματα υγείας ξεκινάει αντίστοιχο πρόγραμμα στο «ΠΑΓΝΗ» της Κρήτης, στο Πανεπιστημιακό της Αλεξανδρούπολης και στο «Παπανικολάου». Και υπάρχει και το Οίκοθεν που παρέχει θεραπείες στο σπίτι σε ογκολογικούς ασθενείς, ήδη τρέχει στον «Άγιο Σάββα» απ’ όπου και ξεκίνησε, και επεκτάθηκε στο «Μεταξά» και το «Θεαγένειο».
Κέντρα Εμπειρογνωμοσύνης σε 14 κεντρικά νοσοκομεία
Στο πλαίσιο της κατοίκον νοσηλείας, αναφέρει ο κ. Θηραίος, εντάσσεται και η παρακολούθηση ασθενών με χρόνια νοσήματα, όπως η πολλαπλή σκλήρυνση, που ήδη έχει ξεκινήσει με πρωτοβουλία της Β’ Νευρολογικής Κλινικής του ΑΠΘ, στο ΑΧΕΠΑ. «Δρομολογούνται αντίστοιχα προγράμματα για την καρδιακή ανεπάρκεια και ίσως και άλλα νοσήματα». Όπως εξηγεί ο κ. Θηραίος θα υπάρχουν κέντρα εμπειρογνωμοσύνης. «Παραδείγματος χάρη, προβλέπεται στο πρόγραμμα για την πολλαπλή σκλήρυνση ότι 14 κεντρικά νοσοκομεία (που είναι τα πανεπιστημιακά, τα μεγάλα δημόσια νοσοκομεία, και τα στρατιωτικά), να πιστοποιούν τη διάγνωση και το θεραπευτικό πλάνο. Η θεραπεία πλέον θα ολοκληρώνεται με το γιατρό της γειτονιάς, με το νευρολόγο της γειτονιάς, εννοώ περιφερειακά, έχοντας πάντα μια διασύνδεση και μια εκπαίδευση με το με το κέντρο εμπειρογνωμοσύνης». Η κατ’ οίκον φροντίδα, συμπληρώνει ο κ. Θηραίος γίνεται εξωνοσοκομειακά και στην πρωτοβάθμια, και μάλιστα τέτοιες σποραδικές προσπάθειες γίνονται τα τελευταία χρόνια με την υποστήριξη δομών υγείας, κέντρων υγείας ,αλλά και δημοτικών υπηρεσιών.
Υπό συζήτηση εθνικό σχέδιο δράσης που απαιτεί συνέργειες πολλών υπουργείων
Στο ερώτημα αν υπάρχει εθνικό σχέδιο δράσης για την ανάπτυξη δομών στο πλαίσιο της μακροχρόνιας φροντίδας, ο κ. Θηραίος απαντά: «Από ό,τι ξέρω την περίοδο αυτή συζητιέται ένα εθνικό σχέδιο δράσης, το οποίο απαιτεί συνέργειες διαφορετικών υπουργείων, όπως της Κοινωνικής Συνοχής και της Οικογένειας, του Υπουργείου Υγείας, του Υπουργείου Εσωτερικών, για τους δήμους και τις κοινότητες που ήδη παρέχουν σημαντικές υπηρεσίες, αλλά και του Υπουργείου Εργασίας. Μέσα από την ολοκλήρωση ενός εθνικού σχεδιασμού για την ένταξη αντίστοιχων προγραμμάτων στην Ελλάδα σε χρηματοδοτικά πρωτόκολλα από την Ευρωπαϊκή Ένωση, προφανώς θα στηριχθεί η μακροχρόνια φροντίδα πολύ εστιασμένα».
Εξορθολογισμός της χρήσης των δομών στην Περιφέρεια
Νοσοκομεία θα κλείσουν; Γιατί αυτή η συζήτηση γίνεται τελευταία στη δημόσια σφαίρα. O προϊστάμενος της Γενικής Διεύθυνσης του ΟΔΙΠΥ απαντά: «Έχουμε ένα ανάγλυφο γεωγραφικό που δυσκολεύει πολύ τις μετακινήσεις και την πρόσβαση του πληθυσμού, παρόλο που ο πληθυσμός μετακινείται για να βρει τη φροντίδα αυτή. Χαρακτηριστικό είναι άλλωστε ότι το 52% των ασθενών που επισκέπτονται τα ΤΕΠ του νοσοκομείο “Αττικόν” δεν είναι από την Αττική, είναι από την περιφέρεια. Άρα σίγουρα υπάρχουν διαπεριφερειακές ροές. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι εξαιτίας των διαπεριφερειακών ροών και της ανάγκης των ασθενών να βρουν φροντίδα ότι οι δομές που υπάρχουν στην Περιφέρεια θα πρέπει να κλείσουν. Προφανώς όχι. Από την άλλη πλευρά θα πρέπει να εξορθολογιστούν οι υπηρεσίες που παρέχουν προς τους ασθενείς και κάποιες από αυτές τις δομές να υποστηρίξουν τη μακροχρόνια περίθαλψη. Δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι πρέπει να φιάξουμε καινούργιες δομές, που μπορεί βέβαια να χρειαστούν στην περίπτωση των χρονίων παθήσεων. Υπάρχει και η δυνατότητα αναδιοργάνωσης και αξιοποίησης των υφιστάμενων δομών. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα των εγκεφαλικών με το δίκτυο που έχει αναπτυχθεί για την άμεση αντιμετώπιση των ασθενών. Η επόμενη μέρα όμως, που απαιτεί ανάγκες μετά φροντίδας δεν θα πρέπει να βρίσκει τους ασθενείς αυτούς μέσα στα νοσοκομεία που διαχειρίστηκαν την οξεία φάση. Θα χρειαστούν κάποιες δομές για αποκατάσταση και μακροχρόνια φροντίδα. Άρα με αυτή την έννοια η Πολιτεία θα στέρξει και θα λειτουργήσει πάνω σε αυτή την κατεύθυνση, αξιοποιώντας και στοιχεία υγειονομικού χάρτη».