Η επίδραση του φύλου στην εκδήλωση βίας, η στατιστική και τα “επικίνδυνα νερά” της αντιπαράθεσης, με αφορμή την επίμαχη δήλωση του Δ. Βαρτζόπουλου.
Η ανθρώπινη συμπεριφορά και ειδικά η παραβατική συμπεριφορά εμφανίζει από στατιστικής άποψης ένα ξεκάθαρο πρόσημο βιολογικού φύλου, με το ανδρικό φύλο να σχετίζεται με περισσότερο βίαια εγκλήματα. Η σχέση αυτή προφανώς και δεν είναι αποκλειστική, ωστόσο η συντριπτική πλειοψηφία των φόνων γίνονται από άντρες ενώ και παγκοσμίως οι καταδικασμένοι για βίαια εγκλήματα είναι άντρες. Αυτό αποτελεί μια στατιστική πραγματικότητα που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση αλλά επίσης είναι ένα νόμισμα με δύο όψεις, καθώς ταυτόχρονα και τα περισσότερα θύματα βιαίων εγκλημάτων παγκοσμίως είναι άντρες. Οι άντρες επίσης αυτοκτονούν σε ποσοστό περίπου διπλάσιο από τις γυναίκες.
Από την άλλη μεριά, οι γυναικοκτονίες γίνονται σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό πλαίσιο που τις καθιστά ξεχωριστό είδος άσκησης βίας με έμφυλα χαρακτηριστικά, και δυστυχώς παρατηρούνται σε όλες τις κοινωνίες, και τα κοινωνικοοικονομικά στρώματα, ενώ παλιότερα απολάμβαναν και ηθικής στήριξης καθώς τις θεωρούσαν «εγκλήματα τιμής ή πάθους». Η φράση «Στέλλα φύγε κρατάω μαχαίρι» είναι δυστυχώς βαθιά ριζωμένη στη λαική υποκουλτούρα. Σε ένα παρόμοιο πλαίσιο θα μπορούσε κανείς να δει και την ενδοοικογενειακή βία, η οποία φαίνεται να είναι ένα φαινόμενο με πολύ μεγαλύτερη έκταση από αυτή που βλέπουμε.
Τα αίτια που προκαλούν αυτή την ιδιαίτερη επίδραση του βιολογικού φύλου στην εκδήλωση βίαιης παραβατικής συμπεριφοράς δεν είναι απολύτως γνωστά, ωστόσο για την ερμηνεία τους έχει προταθεί η αλληλεπίδραση βιολογικών, κοινωνικών και πολιτισμικών παραγόντων, με τον καθένα από τους παράγοντες αυτούς να έχει πιθανόν διαφορετικό ειδικό βάρος σε διαφορετικά περιβάλλοντα. Αν και δεν έχει αποδειχθεί πέραν πάσης αμφιβολίας, για τη συντριπτική πλειοψηφία των αντρών η εκδήλωση σωματικής βίας μάλλον είναι κοινωνικά και πολιτισμικά καθοριζόμενη, ενώ αντίθετα σε μια μικρή ακραία μειοψηφία η βιολογία μπορεί να παίζει σημαντικό ρόλο. Στα θέματα αυτά, η πραγματική επιστημονική μας γνώση είναι εξαιρετικά περιορισμένη, και η ψύχραιμη θεώρηση των πραγμάτων είναι επιβεβλημένη.
Ιστορικά (αλλά όχι πλέον τόσο έντονα) ο ρόλος του άντρα σχετιζόταν με την ανάληψη ευθυνών που αφορούν σωματική δραστηριότητα με κύριο σκοπό την προστασία της οικογένειας και της κοινότητας. Το πρόβλημα ανακύπτει όταν οι δεξιότητες και οι δυνατότητες που συνδέονται με το βιολογικό φύλο, για πολιτισμικούς και κοινωνικούς λόγους χάνουν τον προσανατολισμό τους, και κατευθύνονται ενάντια σε εκείνους που θα έπρεπε να προστατεύουν, για την προστασία των οποίων και εμφανίστηκαν. Ενώ είναι απόλυτα αντιεπιστημονικό να απορρίπτεται ο ρόλος της βιολογίας, ο καθοριστικός ρόλος της ανατροφής και της κοινωνίας είναι όχι απλά δεδομένος αλλά κυρίαρχος στον προσανατολισμό όλων των χαρακτηριστικών οποιουδήποτε ανθρώπου σε συγκεκριμένους σκοπούς οι οποίοι είτε θα υπηρετήσουν το κοινωνικό σύνολο είτε θα δημιουργήσουν προβλήματα.
Ιστορικά η κοινωνία επιτυγχάνει την ενσωμάτωση και την βέλτιστη απόδοση και αρμονία μεταξύ των μελών της πρωτίστως μέσω της εκπαίδευσης/μόρφωσης αλλά σαφέστατα και μέσω της έννοιας της ευνομούμενης πολιτείας. Ένα σύγχρονο κράτος, μια σύγχρονη πολιτεία, έχει υποχρέωση να αναγνωρίζει με καθαρό και ψύχραιμο μάτι, όλους χωρίς εξαιρέσεις τους πιθανούς παράγοντες που προκαλούν κοινωνικά προβλήματα και ειδικά παραβατικότητα, να εντοπίζει περιοχές και ομάδες ιδιαίτερα ευάλωτες στο να γίνουν είτε θύματα είτε θύτες, και να επιστρατεύει όλα τα θεμιτά, έννομα, και ηθικά μέσα ώστε να αγκαλιάσει, να προστατεύσει και να ενδυναμώσει όλες τις ευάλωτές αυτές ομάδες, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για νεαρούς και σε φάση ψυχολογικής ανάπτυξης πληθυσμούς.
Ιδιαίτερα όσον αφορά την έξαρση της παραβατικότητας των ανηλίκων, το πρόβλημα είναι εξαιρετικά περίπλοκο και δυσεπίλυτο. Ενδιαφέρον είναι ότι στις ηλικίες αυτές, σήμερα, το βιολογικό φύλο φαίνεται να παίζει μικρότερο ρόλο καθώς τόσο αγόρια όσο και κορίτσια φαίνεται να παίρνουν το ρόλο θύτη, ενώ και ο ρόλος του κοινωνικο-πολιτισμικο-οικονομικού περιβάλλοντος αποτελεί ερώτημα καθώς βία των ανηλίκων παρατηρείται σε όλα τα σχολεία και σε όλες τις συνοικίες, αν και όχι με την ίδια συχνότητα. Η έκπτωση του ρόλου της οικογένειας προφανώς παίζει αρνητικό ρόλο, με γενιές ολόκληρες να προσπαθούν να ωριμάσουν ψυχολογικά σε ένα περιβάλλον χωρίς οδηγό παράσταση, χωρίς παράδειγμα προς μίμηση και χωρίς κοινωνικά πρότυπα, ενώ ταυτόχρονα φαίνεται εξαιρετικά δύσκολο να θέσει κανείς όρια στη συμπεριφορά των ανηλίκων, ειδικά όταν αυτή εκδηλώνεται με ομαδικό τρόπο. Το να θέσει κανείς όρια, ακόμα και με τη μορφή στοιχειώδους πειθαρχίας φαίνεται απόλυτα απαραίτητο, είναι όμως αντικείμενο συζήτησης ο τρόπος με τον οποίο αυτό μπορεί να γίνει χωρίς να θιχθεί η ψυχοκοινωνική ανάπτυξη των ανηλίκων, να αποφευχθεί το να μπουν σε φαύλους κύκλους όπου η παρέμβαση επιδεινώνει τη μακροχρόνια πορεία και τελικά να αποφευχθεί μια κατάσταση στην οποία παραβιάζονται ατομικά και πολιτικά δικαιώματα πολιτών σε ευαίσθητη αναπτυξιακή φάση, όπως είναι το δικαίωμα της πρόσβασης στη μόρφωση και της συμμετοχής στο κοινωνικό γίγνεσθαι.
Η συζήτηση πάνω στα θέματα αυτά είναι συχνά ιδιαίτερα ευαίσθητη, φορτισμένη και “πικρή”, και πολύ εύκολα μπορεί να οδηγήσει σε λάθος αντιπαραθέσεις, εκτροχιασμό του θέματος συζήτησης και τελικά σε παύση κάθε προσπάθειας αλλαγής του ζοφερού τοπίου, απλά και μόνο διότι είναι “επικίνδυνα νερά”.
(*) Καθηγητής Ψυχιατρικής στο ΑΠΘ, διευθυντής της Γ Πανεπιστημιακής Ψυχιατρικής Κλινικής στο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ.
Πηγή: https://www.iatronet.gr/article/124690/k-foyntoylakhs-via-gynaikoktonies-kai-proshmo-fyloy