Η Ευρώπη βρίσκεται ξανά αντιμέτωπη με παλιά λοιμώδη νοσήματα όπως η ιλαρά και ο κοκκύτης, εξαιτίας της παράλειψης των εμβολιασμών. Με αυτή την αφορμή, οι ειδικοί υπενθυμίζουν ποια εμβόλια πρέπει να κάνουμε σε κάθε ηλικία και τι γίνεται αν παραλείψουμε κάποιο από αυτά
Η απειλή της ιλαράς επέστρεψε στην Ευρώπη, με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας να προειδοποιεί για τη μείωση της εμβολιαστικής κάλυψης των παιδιών απέναντι στη νόσο. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Οργανισμού, η κάλυψη με την πρώτη δόση εμβολίου ιλαράς στην Ευρώπη μειώθηκε από 96% το 2019 σε 93% το 2022, ενώ η κάλυψη με δεύτερη δόση μειώθηκε από 92% το 2019 σε 91% το 2022.
Τα ποσοστά μπορεί να φαίνονται υψηλά και η μείωση μικρή, όμως έχουν σημαντική επίπτωση στην πανευρωπαϊκή (και παγκόσμια) ανοσιακή «ασπίδα». Συνολικά, έχει υπολογιστεί ότι πάνω από 1,8 εκατ. βρέφη στην Ευρώπη έχασαν τον εμβολιασμό τους κατά της ιλαράς μεταξύ 2020 και 2022, κυρίως εξαιτίας της πανδημίας.
Η ιλαρά είναι μια νόσος που μπορεί 100% να προληφθεί με το εμβόλιο, επομένως συγκαταλέγεται στα λοιμώδη νοσήματα που μπορούν να εξαλειφθούν. Για να επιτευχθεί όμως αυτό θα πρέπει η εμβολιαστική κάλυψη να ξεπερνά το 95%. Σήμερα το μέσο παγκόσμιο ποσοστό εμβολιαστικής κάλυψης κατά της ιλαράς είναι μόλις 81%.
Στην Ευρώπη, ήδη το Ηνωμένο Βασίλειο βρίσκεται σε συναγερμό, αφού εκτός της ιλαράς παρατηρείται και έξαρση του κοκκύτη. Τα βρετανικά Μέσα μεταδίδουν ότι τις τελευταίες ημέρες τα κρούσματα έχουν διπλασιαστεί. Επισήμως, έως τις 21 Ιανουαρίου είχαν καταγραφεί μόνο στο Λονδίνο 42 κρούσματα, αυξημένα κατά 147% σε σύγκριση με τις αρχές Ιανουαρίου. Πέρυσι, δε, δεν είχε αναφερθεί ούτε ένα κρούσμα κοκκύτη στο Λονδίνο
«Η παράλειψη βασικών εμβολίων, αλλά και το λεγόμενο αντιεμβολιαστικό κίνημα, είναι οι λόγοι που σήμερα βλέπουμε να ανακάμπτουν ασθένειες όπως η ιλαρά και ο κοκκύτης, οι οποίες είχαν ελεγχθεί 50 χρόνια πριν» δηλώνει στην Telegraph η δρ Σάρα Πιτ, μικροβιολόγος, ειδική στις μολυσματικές ασθένειες, από το Πανεπιστήμιο του Μπράιτον.
Στην Ελλάδα, σύμφωνα με τον Εθνικό Οργανισμό Δημόσιας Υγείας (ΕΟΔΥ), κατά τη χρονική περίοδο 2004-2022 εκδηλώθηκαν τρεις επιδημίες ιλαράς (2005-2006, 2010-2011 και 2017-2018). Σε αυτές τις τρεις επιδημίες δηλώθηκαν συνολικά 4.151 κρούσματα και τέσσερις θάνατοι, που αφορούσαν ανεμβολίαστους (ή ατελώς εμβολιασμένους) ασθενείς. Στην τελευταία επιδημία ιλαράς στην Ελλάδα, το 2018, είχαν δοθεί ειδικές συστάσεις εμβολιασμού για όσους είχαν γεννηθεί μετά το 1970 και δεν είχαν ολοκληρώσει τον εμβολιασμό κατά της ιλαράς στην παιδική τους ηλικία.
Ο κοκκύτης προλαμβάνεται με εμβολιασμό, ωστόσο συνεχίζει να αποτελεί πρόβλημα δημόσιας υγείας και στη χώρα μας. Σύμφωνα με τα στοιχεία που προκύπτουν από την επιδημιολογική επιτήρηση του ΕΟΔΥ, υπάρχουν ακόμη ανεμβολίαστες ομάδες, οι οποίες συμβάλλουν στην εμφάνιση νέων κρουσμάτων.
Περιστατικά κοκκύτη δηλώνονται σε όλες τις ηλικιακές ομάδες, αλλά η νόσος παρουσιάζει υψηλότερη συχνότητα στην ηλικιακή ομάδα 0-4 ετών (και ιδιαίτερα στα παιδιά κάτω του έτους). Στην ηλικιακή ομάδα άνω των 65 ετών έχουν δηλωθεί τα τελευταία 18 χρόνια μόνο τρία κρούσματα, αλλά εκτιμάται ότι υπάρχει σημαντική υποδιάγνωση και υποδήλωση του κοκκύτη.
Τα απαραίτητα εμβόλια σε κάθε ηλικία
Κάθε χώρα ακολουθεί τις δικές της συστάσεις για τον εμβολιασμό του πληθυσμού της, ανάλογα και με την επιδημιολογική κατάσταση που επικρατεί σε αυτή. Τα βασικά εμβόλια, όμως, είναι για όλους τα ίδια και γίνονται πάνω-κάτω στις ίδιες ηλικίες.
Οσο για το πού πρέπει να γίνονται τα εμβόλια, μια πρόσφατη μελέτη ανέφερε ότι η εναλλαγή χεριών από εμβόλιο σε εμβόλιο μπορεί να αυξήσει την ανοσία που αυτά επιτυγχάνουν. Οπως γράφουν οι New York Times, η μελέτη αφορούσε τις δύο πρώτες δόσεις εμβολίου του κορονοϊού. Η χορήγηση εναλλάξ στα δύο χέρια φαίνεται να αύξησε ελαφρώς την ανοσία ενάντι της χορήγησης και των δύο δόσεων στο ένα χέρι.
Οπως και να έχει, η χορήγηση εξασφαλίζει την καλύτερη ανοσία σε σύγκριση με τη μη χορήγηση! Οδηγίες ανά εμβόλιο.
Οδηγίες ανά εμβόλιο
Σύμφωνα με το ισχύον ελληνικό Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών, στη βρεφική, παιδική και εφηβική ηλικία πρέπει να γίνονται 15 εμβόλια, τα οποία στην πλειονότητά τους περιλαμβάνονται στον υποχρεωτικό εμβολιασμό. Το εμβολιαστικό πρόγραμμα για ενήλικες καλύπτει περίπου 20 νοσήματα.
Εμβόλια ηπατίτιδας Α και Β: Για την ηπατίτιδα Α προβλέπονται δύο δόσεις για τα νήπια 2-6 ετών. Για την ηπατίτιδα Β το παιδικό εμβόλιο περιλαμβάνεται στα εξαδύναμα διαθέσιμα εμβόλια. Για τους ενήλικες, συστήνεται εμβολιασμός κυρίως για όσους ανήκουν σε ομάδες αυξημένου κινδύνου.
Εμβόλιο διφθερίτιδας, τετάνου, κοκκύτη: Ο εμβολιασμός κατά των νοσημάτων αυτών ολοκληρώνεται σε πέντε δόσεις, έως την ηλικία των έξι ετών. Οι ενήλικες που δεν έχουν κάνει ποτέ αυτό το εμβόλιο θα πρέπει να εμβολιαστούν άμεσα. Ο εμβολιασμός στους ενήλικες καλό είναι να επαναλαμβάνεται κάθε 10 χρόνια. Οι έγκυες εμβολιάζονται μεταξύ 27ης και 36ης εβδομάδας της κύησης. Η ανθρώπινη αντιτετανική ανοσοσφαιρίνη –ο γνωστός αντιτετανικός ορός– χορηγείται ως προφύλαξη σε άτομα με ελλιπές ιστορικό εμβολιασμού ή όταν έχουν περάσει πέντε χρόνια από το εμβόλιο, στην περίπτωση τραυματισμού σε ρυπαρό περιβάλλον, από μεταλλικό αντικείμενο ή από δήγμα ζώου.
Εμβόλιο πολιομυελίτιδας: Χορηγείται σε τέσσερις δόσεις, έως την ηλικία των έξι ετών. Εμβόλιο αιμόφιλου ινφλουέντζας: Συνιστάται σε όλα τα υγιή παιδιά δύο μηνών έως πέντε ετών. Για τους ενήλικες ο εμβολιασμός αφορά ειδικές ομάδες.
Εμβόλιο πνευμονιόκοκκου: Κυκλοφορούν δύο παιδικά εμβόλια, το 13-δύναμο (PCV13) και το 15-δύναμο (PCV15), τα οποία χορηγούνται σε όλα τα υγιή παιδιά δύο μηνών έως πέντε ετών. Για τον ενήλικο πληθυσμό κυκλοφορούν 13δύναμο, 20δύναμο (αυτό είναι το πιο σύγχρονο) και 23δύναμο. Το 20δύναμο θεωρείται αρκετό για να καλύψει τους ενήλικες από 65 ετών και πάνω και τις ομάδες υψηλού κινδύνου από 18 ετών και πάνω. Για όσους έχουν κάνει μία δόση 13δύναμου συστήνεται μετά από έναν χρόνο να κάνουν το 20δυναμο. Αν έχουν κάνει 13δύναμο και 23δύναμο θεωρούνται καλυμμένοι.
Εμβόλιο μηνιγγιτιδόκοκκου: Το εμβόλιο κατά της μηνιγγίτιδας C χορηγείται σε μία δόση στην ηλικία των 12 μηνών. Το πολυδύναμο, που καλύπτει τους τύπους A,C,W135, συνιστάται στην ηλικία των 11-12 ετών. Διατίθεται και το εμβόλιο κατά της μηνιγγγίτιδας Β, το οποίο μπορεί να χορηγηθεί από την ηλικία των δύο μηνών. Μπορούν να εμβολιαστούν και ενήλικες που ανήκουν σε συγκεκριμένες ομάδες κινδύνου.
Εμβόλιο ιλαράς, παρωτίτιδας, ερυθράς: Συνιστώνται δύο δόσεις, με την πρώτη να χορηγείται σε βρέφη 6 έως 11 μηνών. Οι ενήλικες που έχουν γεννηθεί πριν το 1970 θεωρούνται άνοσοι. Οσοι έχουν γεννηθεί μετά το 1970, και εφόσον δεν ολοκλήρωσαν τον εμβολιασμό τους κατά την παιδική ηλικία, μπορούν, σύμφωνα με τις συστάσεις του γιατρού τους, να κάνουν το εμβόλιο. Σε περιόδους επιδημίας ενδέχεται να υπάρξουν ειδικές συστάσεις εμβολιασμού κατά της ιλαράς.
Εμβόλιο ανεμευλογιάς: Χορηγείται σε δύο δόσεις στα παιδιά από ενός έτους. Ολοι οι ενήλικες που γεννήθηκαν μετά το 1990 και δεν έχουν αποδεδειγμένη ανοσία στην ανεμευλογιά (από νόσηση ή εμβολιασμό κατά την παιδική ηλικία) πρέπει επίσης να εμβολιάζονται με δύο δόσεις. Εμβόλιο ιού ανθρωπίνων θηλωμάτων (HPV): Συστήνεται για κορίτσια και αγόρια στην ηλικία 9-11 ετών. Το εμβόλιο μπορεί να χορηγηθεί και στις ηλικίες 18-26, για γυναίκες και άνδρες υψηλού κινδύνου.
Εμβόλιο ροταιού: Διατίθενται δύο εμβόλια (μονοδύναμο και πενταδύναμο) που χορηγούνται σε βρέφη 2-6 μηνών, από το στόμα. Εμβόλιο γρίπης: Το ετήσιο εμβόλιο κατά της εποχικής γρίπης είναι απαραίτητο για ενήλικες και παιδιά που ανήκουν σε ομάδες υψηλού κινδύνου, ενώ τα τελευταία χρόνια συστήνεται και στον γενικό πληθυσμό.
Εμβόλιο κορονοϊού: Το πρώτο εμβόλιο εγκρίθηκε στα τέλη του 2020, με αρχική ένδειξη για τον ενήλικο πληθυσμό η οποία περίπου έναν χρόνο αργότερα επεκτάθηκε και στα παιδιά από πέντε ετών και πάνω. Μέχρι σήμερα έχουν γίνει δύο επικαιροποιήσεις του εμβολίου, οι οποίες είχαν στόχο να καλύψουν τα νέα στελέχη του ιού, καθώς έχει την ιδιότητα να μεταλλάσσεται γρήγορα. Αυτή τη στιγμή διατίθεται παγκοσμίως μονοδύναμο και μονοδοσικό εμβόλιο, με το οποίο μπορεί να εμβολιαστεί ο πληθυσμός ηλικίας από έξι μηνών και πάνω.
Εμβόλιο έρπητα ζωστήρα: Στην Ελλάδα κυκλοφορούν δύο εμβόλια: το εμβόλιο με ζώντα εξασθενημένο ιό και το αδρανοποιημένο ανασυνδυασμένο. Το πρώτο χορηγείται σε άτομα 60-75 ετών, ανεξαρτήτως ιστορικού προσβολής από τον ιό, και σε άτομα που πρόκειται να λάβουν ανοσοκατασταλτική θεραπεία. Το δεύτερο, ανασυνδυασμένο εμβόλιο χορηγείται σε ενήλικες κάθε ηλικίας με ιστορικό έρπητα ζωστήρα και σε ανοσοκατεσταλμένους άνω των 60 ετών.
Εμβόλιο φυματίωσης: Αφορά πληθυσμούς υψηλού κινδύνου.
Πηγή: Protagon.gr