Η κρίση της πανδημίας από τον Κορωνοϊό, προκάλεσε την ανάδειξη του ρόλου του Εθνικού Συστήματος Υγείας για την κοινωνία μας. Κάτω από δύσκολες συνθήκες μετά από την οικονομική κρίση και την υποστελέχωση, οι Γιατροί, οι Νοσηλευτές και όλο το Προσωπικό των Κρατικών νοσοκομείων σήκωσαν αυτό το μεγάλο το βάρος με απροσδόκητη επιτυχία με την ευτυχή καθοδήγηση από την Επιστημονική Επιτροπή του Υπουργείου Υγείας.
Η κρίση έφερε στο φως την αναγνώριση. Κατά το αξίωμα ότι ’‘οι ανάγκες της ζωής αναδεικνύουν τις αξίες της’’. Όλοι κατάλαβαν και το δηλώνουν, Πολιτικοί και άλλοι παράγοντες και φορείς, πως το ΕΣΥ που από τη 10ετία του 90’ είχε μειωμένη βοήθεια από το κράτος, πρέπει να ενισχυθεί. Όλοι αναγνωρίζουν πως χωρίς διορισμούς γιατρών τα τελευταία 10 χρόνια (εκτός από τον περιορισμένο αριθμό των Επικουρικών Γιατρών), ήταν απρόσμενη η επιτυχία.
Έχουν γραφτεί πολλά άρθρα από Γιατρούς, Εκπροσώπους φορέων υγείας και Πολιτικούς πως πρέπει στο διάστημα που ακολουθεί να βελτιωθούν οι υποδομές, γενικές και ειδικές, να αγορασθούν μηχανήματα, να αυξηθεί η χρηματοδότηση και βέβαια να γίνουν κανονικοί διορισμοί Ιατρικού, Νοσηλευτικού και Παραϊατρικού προσωπικού και να εκσυγχρονισθούν οι κανόνες λειτουργίας. Είναι όλα όσα γράφτηκαν στη σωστή κατεύθυνση και ελπίζουμε να γίνει αληθινά κατανοητό από το κράτος.
Την ίδια όμως στιγμή που χαιρόμαστε για τα παραπάνω και ευελπιστούμε, συνεχίζεται η φυγή των νέων γιατρών μας, ειδικευμένων ή πτυχιούχων προς ειδικότητα, με αμείωτο δυστυχώς ρυθμό για άλλες χώρες, με μικρή πιθανότητα επιστροφής. Γιατί αυτή η φάση της ηλικίας τους, είναι αυτή που δρομολογεί ο καθένας την προσωπική του ζωή. Είναι οι γιατροί που θα έπρεπε αύριο να έχουν στα νοσοκομεία μας τις θέσεις αυτών του έφυγαν και αυτών που φεύγουν.
Έχουν γραφτεί και γι’ αυτό πολλά και ο γράφων έχει γράψει γι’ αυτό στον ημερήσιο τύπο (εφημερίδα «Πρώτο Θέμα», Δεκέμβριος 2016). Οι αριθμοί είναι δραματικοί. Σύμφωνα με έρευνα της εφημερίδας «Καθημερινή» ,(29/12/2019) τα τελευταία 10 χρόνια ο αριθμός των ειδικευμένων γιατρών που φεύγουν κάθε χρόνο είναι 750-1165 και των ανειδίκευτων (Πτυχιούχοι προς ειδικότητα) 300-500. Ο αριθμός αυτός αντιστοιχεί στο 1/3 των κατ’ έτος Πτυχιούχων της χώρας. Είναι αξιοσημείωτο πως αυτοί που φεύγουν είναι κατά τεκμήριο οι ‘‘ καλύτεροι’’ με την έννοια πως έχουν τη διάθεση, έχουν κάνει την επιλογή, τους το επιτρέπουν ενδεχόμενα οι προσωπικές τους συγκυρίες, να προσπαθήσουν περισσότερο γι’ αυτό που επέλεξαν σαν δρόμο τους στη ζωή. Σίγουρα έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας και σαφώς η κοινωνία τους χρειάζεται αδιαμφισβήτητα. Είναι απώλεια κοινωνικού θησαυρού που η επένδυση έγινε από την οικογένεια και το σύστημα μας και θα προσφέρουν τις υπηρεσίες τους τελικά σε άλλες κοινωνίες.
Τα αίτια δεν χρειάζονται πολύ αναζήτηση. Η οικονομική κρίση και η αβεβαιότητα του αύριο είναι βέβαια. Ακόμη είναι σαφές πως οι νέοι του σήμερα γνωρίζουν περισσότερο από προηγούμενες γενιές την αναξιοκρατία και την οικογενειοκρατία στη χώρα μας (αυτό δεν αφορά όσους προχώρησαν άξια με την προσπάθειά τους, ανεξάρτητα από όνομά τους). Γιατί τώρα η ταυτότητα του καθενός και το έργο του είναι διαθέσιμα στο διαδίκτυο και έτσι όλες οι κρίσεις και οι επιλογές κρίνονται από όλους. Εξάλλου οι νέοι γιατροί στη διάρκεια των πρόσφατων σπουδών τους έχουν βιώσει (αφού συμμετέχουν σε όλες τις διαδικασίες) το κλίμα του Πανεπιστημίου που θα έπρεπε θεσμικά να είναι το υπόδειγμα της αξιοκρατίας και να διαμορφώνει νοοτροπίες.
Ο πολύ σοβαρός όμως λόγος της φυγής και ο κύριος για τους άρτι πτυχιούχους όπως προκύπτει από συζητήσεις με μαθητές μας διαχρονικά, είναι τα σοβαρά προβλήματα που έχει το σύστημά μας για την εκπαίδευση των γιατρών στη φάση της ειδικότητας που είναι και η καθοριστική εκπαίδευση των γιατρών για την πορεία τους. Το ίδιο ισχύει για την σύγχρονη ανάγκη-επιλογή της εξειδίκευσης των νέων γιατρών. Επειδή συμμετείχα από το 1995 σε πολλές αντιπροσωπευτικές επιτροπές, έχω γράψει αναλυτικά για αυτά (εφημ.’‘Πρώτο Θέμα’’, Φεβρουάριος 2013 και Περιοδικό του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών, Ιανουάριος 2019) μπορώ να τα καταγράψω.
Νόμος για την εκπαίδευση των γιατρών στην φάση της ειδικότητας, υπάρχει σε όλο το σύγχρονο κόσμο και δρομολογήθηκε στη χώρα μας το 1995 από τον τότε Υπουργό Υγείας αείμνηστο συνάδελφό μας Δημήτριο Κρεμαστινό με Πρόεδρο του ΚΕΣΥ τον Καθηγητή Ηλία Λαμπίρη και την συνδρομή των 37 Ιατρικών Επιστημονικών Εταιρειών. Ετοιμάσθηκε σαν νομοσχέδιο το 2001.
Παρότι δεν διατυπώθηκε ποτέ επίσημη αμφισβήτηση, ούτε κατατέθηκαν άλλες επί της ουσίας απόψεις, δεν πήγε ποτέ ολοκληρωμένο στη Βουλή να γίνει νόμος. Οι αιτιάσεις-εμπόδια που κατά καιρούς δηλώθηκαν από Υπουργούς Υγείας όλων των Κυβερνήσεων για αυτή την αδράνεια δεν έπεισαν ποτέ για την ορθότητά τους. Παρότι η θεσμική ευθύνη είναι του Υπουργείου Υγείας, πρέπει να σημειωθεί ότι έχουν ευθύνη και οι Ιατρικές Σχολές της χώρας γιατί ζητήθηκε όπως ήταν φυσικό η γνώμη τους αλλά δεν ανταποκρίθηκαν λόγω πίεσης από τους φοιτητές (που το λάθος τους το κατάλαβαν διαχρονικά όταν μετά από λίγα χρόνια άρχιζαν ειδικότητα). Και άλλοι φορείς του Ιατρικού χώρου δεν έδειξαν την ευαισθησία που ήταν αναγκαία. Έτσι το θεσμικό μας πλαίσιο για τις ειδικότητες έχει δύο μεγάλες πληγές που νομίζω πως είναι η κύρια αιτία που οδηγεί στη φυγή των νέων γιατρών και είχαν σαφώς και με λεπτομέρεια προβλεφθεί και καταγραφεί στο αρχικό νομοσχέδιο της Επιτροπής Λαμπίρη από το 2000.
Το δικαίωμα του ειδικευόμενου στα 5-7 χρόνια της ειδικότητας να εκπαιδευθεί επαρκώς και συνεπώς η υποχρέωση των εκπαιδευτών να λειτουργήσουν για αυτό με την ίδια υποχρέωση που φροντίζουν τους ασθενείς. Γιατί οι νέοι γιατροί είναι οι διάδοχοι του αύριο και το ζητούμενο είναι να γίνουν και καλύτεροι από τους δασκάλους τους όπως είναι ο φυσικός νόμος της κοινωνίας σε όλους του τομείς. Η εκπαίδευση του γιατρού στη φάση αυτή που είναι η καθοριστική της πορείας του δεν είναι μόνο να εξετάσει ασθενείς και να διαβάσει. Πρέπει να διδαχθεί δεξιότητες (skills ο διεθνής όρος) και να εκτελέσει υπό την καθοδήγηση των δασκάλων του συγκεκριμένες παρεμβάσεις και πράξεις. Είναι σαφές για τις Χειρουργικές ειδικότητες, την Αναισθησιολογία, την Παρεμβατική Καρδιολογία και Ακτινολογία, τις ειδικότητες που έχουν Ενδοσκοπικές Παρεμβάσεις όπως Γαστρεντερολογία και Πνευμονολογία αλλά και άλλες ειδικότητες που έχουν ειδικές τεχνικές.
Είναι πάνω από το 70% όλου του φάσματος των Ιατρικών Ειδικοτήτων. Και σε όλα τα οργανωμένα συστήματα καταγράφεται με αριθμούς και είδη πράξεων π.χ. ότι ο χειρουργός πρέπει στα 6 χρόνια να εκτελέσει με άμεση καθοδήγηση συγκεκριμένο αριθμό ανά είδος επέμβασης. Στη δικό μας το πλαίσιο αυτό αγνοήθηκε. Στην τελευταία φάση της Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ (Μάιος-Ιούνιος 2019) το Υπουργείο Υγείας δια της Επιτροπής Εκπαίδευσης, προσδιόρισε αυτά για 2-3 από τις 40 Ειδικότητες αλλά αυτό δεν αποτελεί θεσμική ρύθμιση και για αυτό ίσως δεν έχει σταλεί ούτε αυτή η μερική ρύθμιση στους αρμοδίους των νοσοκομείων όπου ασκούνται οι γιατροί!…. Τα νέα παιδιά λοιπόν που σήμερα ξέρουν πολύ καλά τι γίνεται σε άλλες χώρες είναι φυσικό να επιλέγουν την μετάβασή τους αλλού.
Σε όλο τον κόσμο οι θέσεις για ειδικότητα δίδονται με κάποια διαδικασία επιλογής ώστε αυτοί που κοπίασαν για να μπορούν να συμμετέχουν σε συγκριτικές προσπάθειες, να επιλέγουν κατά προτεραιότητα το νοσοκομείο που επιθυμούν και σε εύλογο χρόνο. Γιατί σε όλο τον κόσμο τα νοσοκομεία δεν είναι πουθενά τα ίδια και βέβαια ο καθένας δικαιούται να έχει και προσωπικά κριτήρια (στο δικό μας νομοσχέδιο είχε προβλεφθεί γραπτή δοκιμασία για να είναι αδιάβλητη και να μη χωρούν παρεμβάσεις). Έμεινε βέβαια στο συρτάρι.
Στο ισχύον ακόμη σύστημα εδώ οι θέσεις δίδονται βάση λίστας αναμονής μερικών ετών που δεν ισχύει πουθενά αλλού. Αλλά και στη χώρα μας από πολλά χρόνια καμία θέση εκπαίδευσης ή εργασίας δεν είναι με λίστα αναμονής. Από ορισμένους αλλά κύρια από φοιτητές υποστηρίχθηκε πως αυτό είναι δημοκρατική διαδικασία. Η αλήθεια όμως είναι πως αυτή η διαδικασία είναι το αντίθετο. Εγώ προσωπικά την έχω χαρακτηρίσει και στα αμφιθέατρα σαν ταξική. Γιατί όποιος έχει οικονομικές και κοινωνικές δυνατότητες, κάνει αίτηση για το νοσοκομείο που επιθυμεί και στα χρόνια αναμονής κάνει ένα μεταπτυχιακό πρόγραμμα, ή μία διδακτορική διατριβή ή πάει για κάτι ιδιαίτερο σε μία άλλη χώρα προσωρινά. Απεναντίας όποιος έχει άμεση ανάγκη να έχει μισθό, κάνει αίτηση για όποιο νοσοκομείο είναι πιο σύντομα και ας μην είναι κατά τα άλλα της προτίμησης του.
Τα τελευταία χρόνια πολλοί είπαν πως αφού έφυγαν τόσοι πολλοί γιατροί και οι αναμονές είναι λιγότερες και για μερικά νοσοκομεία καθόλου, έπαψε να είναι πρόβλημα η λίστα. Αυτό όμως δεν είναι αληθινό για δύο λόγους. Πρώτον γιατί σε αρκετές ειδικότητες που έχουν μεγαλύτερη ζήτηση, οι αναμονές είναι ακόμη δύο και τρία χρόνια. Δεύτερο γιατί όποιος κοπίασε διαβάζοντας για να μπορεί να διεκδικήσει αυτό που θέλει, δικαιούται να προηγηθεί και χρονικά και όχι με την ημερομηνία της αίτησης του. Η αναμονή μερικών χρόνων συμπίπτει με την πιο πρόσφορη για προσπάθεια ηλικία των νέων συναδέλφων και έτσι δεν είναι παράξενο που τους οδηγεί στην απόφαση να φύγουν για άλλη χώρα. Το θέμα έμεινε πολλά χρόνια στα συρτάρια του Υπουργείου. Στην τελευταία Κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Υγείας έδωσε οδηγία στην Επιτροπή Εκπαίδευσης του ΚΕΣΥ να μην ασχοληθεί με το θέμα της λίστας αναμονής παρότι ο Πρόεδρος της Επιτροπής ήταν Καθηγητής Ιατρικής και σχεδόν όλα τα Μέλη της ήταν Καθηγητές Ιατρικής και Διευθυντές μεγάλων νοσοκομείων της χώρας!…..
Η ίδια αδράνεια που έχει καταγραφεί για την ειδικότητα των γιατρών, έχει παρατηρηθεί και για τις εξειδικεύσεις της Ιατρικής που είναι μία σύγχρονη ανάγκη από την εξέλιξη της επιστήμης σε όλο τον κόσμο και φυσικά και στην χώρα μας (άρθρο μου στο περιοδικό του ΙΣΑ, Ιανουάριος 2019). Έχουμε τουλάχιστον 20 νοσοκομεία, γενικά και ειδικά, που έχουν τις διεθνείς προδιαγραφές να δίνουν και εξειδικεύσεις μετά την βασική ειδικότητα και όμως έχουν θεσμοθετηθεί πολύ λίγες όπως Εντατική θεραπεία, Νεογνολογία, Λοιμωξιολογία και από το καλοκαίρι του 2019 η Παρεμβατική Καρδιολογία. Τυπικό παράδειγμα αδρανείας είναι η Χειρουργική Ογκολογία, ενώ έχουμε 4 Ειδικά Ογκολογικά νοσοκομεία και είχε περάσει και από το ΚΕΣΥ το 2013 όταν ήταν Πρόεδρος ο συνάδελφος Ανδρέας Σερέτης. Είναι και αυτό λόγος φυγής νωρίτερα ή αργότερα.
Ευχόμαστε και ελπίζουμε τώρα που το Υπουργείο, εξαιτίας των γεγονότων της Πανδημίας θα ασχοληθεί με τα Κρατικά νοσοκομεία και το ΕΣΥ, να συμπεριλάβει στις αποφάσεις και όσα παραπάνω αναφέρθηκαν. Γιατί εκτός από τις υποδομές και τη χρηματοδότηση, πρέπει να αξιοποιηθεί το έμψυχο δυναμικό που είναι η πολύτιμη κινητήρια δύναμη. Αυτό που συμβαίνει σήμερα είναι μία απώλεια κοινωνικού θησαυρού!…..
Διονύσης Κ.Βώρος Ομότιμος Καθηγητής Χειρουργικής
Πηγή: http://www.docmed.gr/o-rolos-toy-esy-kai-to-brain-drain-ton-giatron/