Έρευνα: Αντιϋπερτασικά θέτουν υπό έλεγχο την επιθετική συμπεριφορά
Σε μια σημαντική ανακάλυψη κατέληξε μια ομάδα ερευνητών από πανεπιστήμια της Σουηδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου, που διαπίστωσαν ότι οι β-αποκλειστές, ένα φάρμακο που χρησιμοποιείται ευρέως για καρδιακά προβλήματα, όπως η υπέρταση, ο πόνος στο στήθος, ο ακανόνιστος καρδιακός παλμός και η καρδιακή ανεπάρκεια, θα μπορούσαν να επιδράσουν θετικά στη μείωση των επιθετικών συμπεριφορών και των βίαιων περιστατικών. Τα νέα ευρήματα δημοσιεύθηκαν στο Plos Medicine.
Μεταξύ άλλων, οι β-αποκλειστές μπλοκάρουν τις ορμόνες του στρες, την αδρεναλίνη και την νοραδρεναλίνη, δύο νευροδιαβιβαστές που επηρεάζουν τη βίαιη ανταπόκριση. Σε μια στρεσογόνο κατάσταση, οι νευροδιαβιβαστές ενεργοποιούν εγκέφαλο και σώμα, ώστε να αντιδράσουν, αυξάνοντας την ποσότητα αίματος που αντλεί η καρδιά.
Η ιδιότητα των β-αποκλειστών να εμποδίζουν την επίδραση αυτών των ορμονών επιβραδύνει τον καρδιακό ρυθμό, μειώνει την αρτηριακή πίεση και την ένταση. Για το λόγο αυτό, οι β-αποκλειστές χρησιμοποιούνται μερικές φορές ως θεραπεία για κοινά προβλήματα ψυχικής υγείας και συμπεριφοράς, όπως άγχος, κατάθλιψη και επιθετικότητα.
Τα τελευταία χρόνια, έχει σημειωθεί αύξηση στη συνταγογράφηση β-αποκλειστών ως μεθόδου διαχείρισης του άγχους. Αυτά τα φάρμακα χρησιμοποιούνται επίσης περιστασιακά σε ψυχιατρικές κλινικές και νοσοκομεία για τη διαχείριση περιστατικών επιθετικότητας και βίας μεταξύ ασθενών.
Ταυτόχρονα, όμως, σημειώνεται αυξανόμενος προβληματισμός για το ενδεχόμενο τα άτομα που λαμβάνουν β-αποκλειστές να αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο κατάθλιψης και αυτοκτονικών τάσεων. Τα διαθέσιμα επιστημονικά στοιχεία δίνουν αντιφατικά ευρήματα, με αποτέλεσμα να μην έχουν εξαχθεί ασφαλή συμπεράσματα έως σήμερα.
Μοιραία, λοιπόν, παραμένει το εύλογο ερώτημα: Είναι οι β-αποκλειστές αποτελεσματικοί για τη θεραπεία προβλημάτων ψυχικής υγείας και συμπεριφοράς ή αντίθετα απειλούν να αυξήσουν τον κίνδυνο σοβαρών προβλημάτων ψυχικής υγείας;
Για να απαντήσουν σε αυτό, οι ερευνητές μελέτησαν 1,4 εκατομμύρια ανθρώπους στη Σουηδία που έλαβαν θεραπεία με β-αποκλειστές. Οι συμμετέχοντες στην έρευνα παρακολουθήθηκαν για 8 χρόνια, από το 2006 έως το 2013, με στόχο να διαπιστωθεί εάν η χρήση β-αποκλειστών συσχετίστηκε με προβλήματα ψυχικής υγείας, βία, απόπειρες αυτοκτονίας και αυτοκτονίες.
Οι μελετητές συνέκριναν τα στοιχεία συμπεριφοράς κάθε συμμετέχοντα την περίοδο που λάμβανε β-αποκλειστές με την περίοδο που δεν έπαιρνε τα εν λόγω φάρμακα. Η ανάλυση κατέληξε στη διαπίστωση ότι όταν οι άνθρωποι έπαιρναν β-αποκλειστές, είχαν 13% χαμηλότερο κίνδυνο να κατηγορηθούν για βίαιο έγκλημα από την αστυνομία. Ταυτόχρονα, αντιμετώπιζαν 8% μειωμένο κίνδυνο να νοσηλευτούν για προβλήματα ψυχικής υγείας, αλλά 8% αυξημένες πιθανότητες να αυτοκτονήσουν ή να υποβληθούν σε θεραπεία μετά από απόπειρα αυτοκτονίας.
Σε δευτερεύουσες αναλύσεις, οι μελετητές εξέτασαν υποομάδες χρηστών β-αποκλειστών, για παράδειγμα εκείνους με ιστορικό βίας ή ψυχιατρικών προβλημάτων. Ο χαμηλότερος κίνδυνος να αντιμετωπίσουν κατηγορίες για βίαιο έγκλημα κατά τη χρήση β-αποκλειστών ήταν συνεπής σε όλους τους τομείς. Διαχωρίζοντας τον κίνδυνο καταθλιπτικών και αγχωδών διαταραχών, διαπιστώθηκε ότι οι νοσηλείες για καταθλιπτικά επεισόδια ήταν μειωμένες, δεν ίσχυε όμως το ίδιο και για τις νοσηλείες αγχωδών διαταραχών.
Επιπλέον, υψηλότερος ήταν ο κίνδυνος να κάνουν απόπειρα ή να αυτοκτονήσουν άτομα με σοβαρές καρδιακές παθήσεις ή ιστορικό ψυχιατρικών προβλημάτων. Αυτό, ωστόσο, θα μπορούσε να εξηγείται και από το γεγονός ότι οι άνθρωποι που αντιμετωπίζουν προβλήματα υγείας είναι πιο πιθανό να είναι πιο ανήσυχοι για το μέλλον και επομένως η ψυχική τους δυσφορία να προκαλείται από αυτό και όχι από τη λήψη β-αποκλειστών.
Τελικά είναι οι β-αποκλειστές κατάλληλη λύση για την αντιμετώπιση των περιστατικών βίας; Σύμφωνα με τους ερευνητές, μια πιθανή εξήγηση είναι ότι οι β-αποκλειστές βοηθούν στον έλεγχο των βίαιων αντιδράσεων του σώματος σε στρεσογόνες καταστάσεις, επομένως υπάρχει μείωση της διέγερσης και της έντασης που θα μπορούσε να οδηγήσει σε βίαιη συμπεριφορά.
Η εν λόγω μελέτη ήταν παρατηρητική, επομένως δεν μπορεί να αποδείξει ότι οι β-αναστολείς μειώνουν τη βίαιη συμπεριφορά, μπορεί όμως να αναδείξει τη σχέση μεταξύ τους. Απαιτείται περαιτέρω μελέτη, για να εξετάσει τον ακριβή ρόλο των β-αποκλειστών στη μείωση της επιθετικότητας. Εάν η μελλοντική έρευνα επιβεβαιώσει τα σχετικά ευρήματα, θα είναι μια σημαντική εξέλιξη, δεδομένου του ότι οι διαθέσιμες θεραπείες διαχείρισης της βίας είναι περιορισμένες και αυτό το φάρμακο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ευρύτερα ως μέθοδος διαχείρισης της επιθετικής συμπεριφοράς σε ορισμένους ασθενείς, ιδιαίτερα όσους αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο επιθετικών επεισοδίων, όπως σοβαρά ψυχιατρικά προβλήματα.