Ο πρωτοπαθής υπεραλδοστερονισμός σχετίζεται με δυσανάλογα αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο. Υπάρχουν στοιχεία ότι ηπιότερες μορφές υπερπαραγωγής αλδοστερόνης ανεξάρτητα από τα επίπεδα ρενίνης (υποκλινικός υπεραλδοστερονισμός) είναι συχνές στο γενικό πληθυσμό, χωρίς να είναι γνωστές οι κλινικές επιπτώσεις. Στη μελέτη αυτή αξιοποιήθηκαν δεδομένα από την κοορτή CARTaGENE σε άτομα ηλικίας 40 έως 69 ετών με μέτρηση των επιπέδων ρενίνης και αλδοστερόνης στην αρχική αξιολόγηση, που παρακολουθήθηκαν για 10 έτη και καταγράφηκε η εμφάνιση μειζόνων καρδιαγγειακών επεισοδίων (θανατηφόρων και μη). Το 27% των συμμετεχόντων εμφάνιζε αρτηριακή υπέρταση. Τόσο τα χαμηλά επίπεδα ρενίνης όσο και ο λόγος αλδοστερόνης προς ρενίνη σχετιζόταν με τον καρδιακό κίνδυνο με αναλογία κινδύνου 2,22 και 2,43 αντίστοιχα. Τα ευρήματα αυτά ήταν ανεξάρτητα από τα επίπεδα της αρτηριακής πίεσης (ΑΠ), ενώ δε βρέθηκε συσχέτιση με τα επίπεδα αλδοστερόνης ορού. Βρέθηκε ότι συγκέντρωση ρενίνης ≤4,0 ng/L και λόγος αλδοστερόνης προς ρενίνη ≥70 pmol/L ανά ng/L σηματοδοτούσαν σημαντική αύξηση του καρδιαγγειακού κινδύνου. Οι συγγραφείς καταλήγουν ότι η παρουσία υποκλινικού υπεραλδοστερονισμού σχετίζεται με αύξηση του καρδιαγγειακού κινδύνου ανεξάρτητα από την ΑΠ.
Άρθρο:
(Goupil R, Desbiens LC, Merabtine A, et al. Circulation. 2025:10.1161/CIRCULATIONAHA.124.073507)
Επιμέλεια:
Χ. Μιχαλακέας, MD, PhD, Καρδιολόγος
Διδάκτωρ Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών
Υπεύθυνος Λιπιδαιμικού Ιατρείου Ευρωκλινικής Αθηνών
Λ. Ραλλίδης, Καθηγητής Καρδιολογίας
Υπεύθυνος Υπολιπιδαιμικού Ιατρείου και Ιατρείου Πρώιμης Στεφανιαίας Νόσου Β΄ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική
Π.Γ.Ν. «Αττικόν»