Αυξάνεται τα τελευταία χρόνια το ποσοστό των φοιτητών που παίρνουν πτυχίο, σε σχέση με αυτούς που εισάγονται – Δύσβατος αποδεικνύεται ο δρόμος για την αποφοίτηση για χιλιάδες νέους, ποιες είναι οι κύριες αιτίες
Μπορεί η εισαγωγή στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση να είναι στόχος ζωής για δεκάδες χιλιάδες νέους και τις οικογένειές τους, ωστόσο ο δρόμος αποδεικνύεται δύσβατος για έναν μεγάλο αριθμό φοιτητών, οι οποίοι είτε παρατείνουν τις σπουδές τους είτε τις εγκαταλείπουν. Παρά το γεγονός ότι την τελευταία τριετία παρατηρείται αύξηση στα ποσοστά όσων εισάγονται και όσων τελικά φτάνουν στο πτυχίο, το πρόβλημα της εγκατάλειψης των σπουδών παραμένει μεγάλο. Και ο αριθμός αυτός αφορά κυρίως όσους εισάγονται στα πανεπιστήμια της Περιφέρειας.
Ενδεικτικά είναι τα σχετικά ποσοστά για το έτος 2022-2023 όπου όσοι έλαβαν πτυχίο ανέρχονται σε 72% των εισαχθέντων, όταν το 2020-21 το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 61,8%. Βέβαια σαφέστερη εικόνα για τον συσχετισμό μεταξύ εισαχθέντων και πτυχιούχων θα υπάρξει όταν διαγραφούν οι λεγόμενοι «αιώνιοι φοιτητές». Ο συσχετισμός μεταξύ του αριθμού όσων αποφοιτούν και αυτών που καθυστερούν κατά πολύ ή ακόμη και εγκαταλείπουν τις σπουδές τους οφείλεται σε διάφορους παράγοντες.
Γιατί φεύγουν
Καταρχάς, όσο μεγαλύτερο και καταξιωμένο είναι ένα πανεπιστήμιο, όπως στην περίπτωση του ΕΚΠΑ, του ΕΜΠ και του ΑΠΘ, τόσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των πτυχιούχων κάθε χρόνο. Στην εντατικοποίηση των προσπαθειών των φοιτητών να φτάσουν στην ορκωμοσία, έχει συντελέσει οπωσδήποτε η εφαρμογή του «ν+2» από το επόμενο ακαδημαϊκό έτος 2025-2026, δηλαδή ο περιορισμός της διάρκειας των σπουδών σε 4+2 έτη αν πρόκειται για τετραετές πρόγραμμα και σε 5+3 έτη για μεγαλύτερης διάρκειας πρόγραμμα σπουδών.
Ενας επιπλέον λόγος που ενδεχομένως συμβάλλει στην αύξηση των ποσοστών όσων λαμβάνουν πτυχίο είναι η Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής (ΕΒΕ), καθώς αυτή συνδέεται με το υψηλότερο μαθησιακό επίπεδο των εισακτέων στα πανεπιστήμια. Ωστόσο, δεν έχει ακόμη ωριμάσει χρονικά ο κύκλος αυτός, ώστε να αποδειχθεί η επιρροή της.
Από την άλλη, η θετική εξέλιξη στον ακαδημαϊκό χάρτη δεν αναιρεί το γεγονός ότι ένα σεβαστό ποσοστό φοιτητών εξακολουθεί είτε να παρατείνει κατά πολύ τις σπουδές του, είτε να μη φτάνει καν στο πτυχίο. Η συνθήκη αυτή αφορά κατά κύριο λόγο τα πανεπιστήμια της ελληνικής περιφέρειας, όπως το Ιόνιο Πανεπιστήμιο και το Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.
Οικονομικοί λόγοι, δυσκολία στην ανεύρεση αλλά και το κόστος ενοικίασης φοιτητικής στέγης, χαμηλό μαθησιακό επίπεδο σε σχέση με τις απαιτήσεις του προγράμματος σπουδών, μειωμένο ενδιαφέρον εφόσον η επιλογή σχολής δεν βρισκόταν ψηλά στις προτιμήσεις, βιοποριστικές ανάγκες που οδηγούν στη διακοπή της παρακολούθησης (ή και το αντίθετο, δηλαδή πρόωρη εύρεση εργασίας σε περιζήτητα αντικείμενα σπουδών), ακόμη και έλλειψη προθυμίας, όταν πρόκειται για δεύτερο πτυχίο, συγκαταλέγονται στα βασικότερα αίτια που αποθαρρύνουν τους νέους να συνεχίσουν.
Ο πρόεδρος της Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ), καθηγητής Περικλής Μήτκας, εξηγεί στο «ΘΕΜΑ» τα δεδομένα που ισχύουν σήμερα στα 25 ελληνικά ΑΕΙ ενώ παραθέτει τους λόγους που συνδέονται τόσο με την αύξηση του αριθμού των πτυχιούχων όσο και με την υπερβολική καθυστέρηση ή και την εγκατάλειψη, που σημειώνεται στην ολοκλήρωση των σπουδών.
Οπως προκύπτει από δεδομένα του Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Εθνικού Συστήματος Ποιότητας της ΕΘΑΑΕ, που αφορούν συνολικά τα 25 ΑΕΙ της χώρας, το ακαδημαϊκό έτος 2020-2021 εισήχθησαν 91.216 φοιτητές και αποφοίτησαν 56.396, τον επόμενο χρόνο (2021-2022) οι εισαχθέντες ήταν 84.553 και οι απόφοιτοι 57.106, ενώ το 2022-2023 μειώθηκαν σε 74.995 οι εισαχθέντες φοιτητές, όπως και οι αποφοιτήσαντες σε 53.978.
Η εικόνα ξεκαθαρίζει όταν προσεγγίσει κανείς την αναλογία αντί για τα νούμερα: συγκεκριμένα, ενώ το 2020-2021 οι απόφοιτοι αντιστοιχούσαν στο 61,8% των νέων φοιτητών, το ποσοστό τους ανέβηκε στο 67,5% το 2021-2022 και πέρυσι, το 2022-2023, πτυχίο πήραν φοιτητές που το ποσοστό τους ανήλθε σε 72% όσων εισήχθησαν στα ΑΕΙ.
«Σε σχέση με τα ποσοστά αποφοίτησης, είναι πολύ νωρίς ακόμη να δούμε αν η ΕΒΕ έχει παίξει κάποιον ρόλο», αναφέρει στο «ΘΕΜΑ» ο κ. Μήτκας. «Προφανώς οι απόφοιτοι μιας χρονιάς έχουν μπει παλαιότερα -πριν από τέσσερα και περισσότερα χρόνια-, άρα η επίδραση της ΕΒΕ φαίνεται μόνο στην όποια μείωση των εισαχθέντων σε κάποια ιδρύματα. Το πώς θα επηρεάσει τα ποσοστά αποφοίτησης θα αρχίσει να φαίνεται ύστερα από τουλάχιστον δύο χρόνια», συμπληρώνει.
Εκείνο που μπορούμε να δούμε σήμερα, εξηγεί ο κ. Μήτκας, είναι πόσοι φοιτητές εισήχθησαν στο προηγούμενο ακαδημαϊκό έτος συνολικά σε ένα πανεπιστήμιο και πόσοι πήραν πτυχίο. «Αν, δηλαδή, μπαίνουν λιγότεροι σε ένα πανεπιστήμιο λόγω της ΕΒΕ και αποφοιτούν περισσότεροι, αντιλαμβάνεται κανείς ότι ο λόγος δεν είναι απολύτως σωστός, επειδή δεν υπολογίζουμε πόσοι μπήκαν πριν από τέσσερα χρόνια και πόσοι βγαίνουν σήμερα», επισημαίνει.
Σε κάθε περίπτωση, τονίζει ο πρόεδρος της ΕΘΑΑΕ, «το γεγονός ότι μέχρι τώρα δεν διαγράφονται οι φοιτητές, δημιουργεί μια συσσώρευση – είναι η κατηγορία των λεγομένων “αιώνιων φοιτητών”, των μη ενεργών δηλαδή, οι οποίοι παραμένουν εγγεγραμμένοι. Οταν αρχίσουν να διαγράφονται, θα ισορροπήσουν τα νούμερα μεταξύ εισαχθέντων και αποφοίτων».
Μεγάλες διαρροές στην Περιφέρεια
Οπως προκύπτει από την ανάλυση των διαθέσιμων στοιχείων, όσο πιο εδραιωμένο είναι ένα πανεπιστήμιο τόσο μεγαλύτερο ποσοστό αποφοίτησης εμφανίζει. «Γενικά, ένα αξιοπρεπές ποσοστό αποφοίτησης είναι γύρω στο 80% – ίσως και λίγο χαμηλότερα», σημειώνει ο πρόεδρος της ΕΘΑΑΕ, «και φαίνεται ότι αυτό ακριβώς ισχύει για τα μεγάλα και καθιερωμένα ιδρύματα της πρωτεύουσας, αλλά και της Θεσσαλονίκης».
Είναι χαρακτηριστικό ότι το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών σημείωσε το ακαδημαϊκό έτος 2022-2023 ποσοστό αποφοίτησης της τάξης του 83,3%, το οποίο ήταν μάλιστα βελτιωμένο σε σχέση με τα περασμένα έτη. Αντίστοιχα, το Μετσόβιο κατέγραψε ποσοστό 80,6%, όταν τα προηγούμενα δύο έτη ήταν 82,1% και 82%, αντίστοιχα. Το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης είχε εντυπωσιακό ποσοστό αποφοίτησης 91,2% πέρυσι, σαφώς καλύτερο κατά περίπου 10 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με τα δύο προηγούμενα ακαδημαϊκά έτη.
Αντίστοιχα ποσοστά των νέων φοιτητών που αποφοίτησαν την περασμένη χρονιά καταγράφηκαν στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών (85,4%), στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών (98,3%) και στο Πάντειο Πανεπιστήμιο (90,6%). Στον αντίποδα, το Ιόνιο Πανεπιστήμιο είχε ποσοστό αποφοίτησης 52,8%, το Πανεπιστήμιο Αιγαίου 58,7% και το Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου 55,4%. Εξι στους 10 (60,7%) αποφοιτούν από το Πολυτεχνείο Κρήτης.
Εξαιρετικά χαμηλό είναι το ποσοστό αποφοίτησης στο Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, αφού για το 2022-2023 καταγράφεται μόλις ποσοστό 19,3%, για το 2021-2022 19,1% και για το 2020-2021 65,5%.
Οικονομικές δυσκολίες και ελλιπείς γνώσεις
Σε ό,τι αφορά τις αιτίες που αρκετοί φοιτητές δεν φτάνουν έως την ορκωμοσία, δεν είναι λίγοι εκείνοι που το αποδίδουν στην οικονομική παράμετρο η οποία αναμφισβήτητα διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο. Χαρακτηριστικά, ο πρύτανης του Ιονίου Πανεπιστημίου, καθηγητής Ανδρέας Φλώρος, επισημαίνει ότι, εκτός από την εφαρμογή της ΕΒΕ, που οπωσδήποτε μειώνει τις διαθέσιμες θέσεις, με αποτέλεσμα να εισάγονται λιγότεροι φοιτητές, την απορρόφηση μεγάλου αριθμού φοιτητών στα κεντρικά πανεπιστήμια της χώρας και την πανεπιστημιοποίηση των ΤΕΙ το 2018, που είχε ως αποτέλεσμα να προκύψουν πολλά συναφή ακαδημαϊκά τμήματα ανά την Ελλάδα, «δεν πρέπει ακόμη να παραγνωρίζεται το πρόβλημα της φοιτητικής στέγης, που είναι όχι μόνο ακριβή, αλλά και δυσεύρετη».
Εξηγεί δε ότι «πολλά παιδιά είτε καθυστερούν πολύ τις σπουδές τους γιατί δεν κατορθώνουν να μείνουν μόνιμα στα νησιά -ειδικά σε εκείνα όπου τα ακίνητα διατίθενται ως τουριστικά καταλύματα για κάποιους μήνες-, είτε τις εγκαταλείπουν εντελώς, με αποτέλεσμα να έχουμε πολύ χαμηλό αριθμό αποφοίτησης».
Από την πλευρά της ΕΘΑΑΕ, ο καθηγητής Μήτκας διαπιστώνει ότι οι φοιτητές καθυστερούν να πάρουν πτυχίο ή δεν ολοκληρώνουν καν τις σπουδές τους «όταν τα μαθήματα αποδεικνύονται πιο απαιτητικά σε σχέση με τα μαθησιακό υπόβαθρο που οι ίδιοι διαθέτουν όταν εισάγονται στη σχολή». Πρόκειται, όπως διευκρινίζει, για φοιτητές που δυσκολεύονται με την ύλη του προγράμματος σπουδών και χρειάζονται περισσότερο χρόνο για να πάρουν το πτυχίο τους, ίσως και 8 ή 10 χρόνια συνολικά, αλλά ταυτόχρονα μπορεί να μην έχουν χάσει το ενδιαφέρον και την επαφή τους με τα μαθήματα.
Επίσης, αφορά άτομα που πέρασαν σε κάποια σχολή η οποία ήταν πολύ χαμηλά στις επιλογές τους, επομένως βρέθηκαν στη συγκεκριμένη χωρίς να το επιθυμούν πραγματικά, με αποτέλεσμα να μην έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη συνέχιση των σπουδών τους. Ξεχωριστή κατηγορία είναι εκείνη όσων φοιτούν παράλληλα και στο εξωτερικό.
Επίσης, υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες κάτοχοι ενός πτυχίου που εγγράφονται για δεύτερο πτυχίο δεν παρακολουθούν με την ίδια ζέση το πρόγραμμα σπουδών και αργούν να αποφοιτήσουν. «Οι αριθμοί αυτοί είναι αυξημένοι στα παλαιότερα ιδρύματα του κέντρου και σε σχολές που θεραπεύουν επιστήμες με ειδική γοητεία, όπως η Φιλοσοφική, η Θεολογική, τα Μαθηματικά», παρατηρεί ο κ. Μήτκας.
Εργασιακές προσδοκίες
Οι χαμηλές εργασιακές προσδοκίες είναι μία ακόμη αιτία που δυσχεραίνει την αποφοίτηση, καθώς όταν οι νέοι δεν βλέπουν πράσινο φως στην αγορά εργασίας δεν βιάζονται να τελειώσουν.
Συμβαίνει, όμως, και το αντίθετο: άτομα που σπουδάζουν μια επιστήμη με μεγάλη ζήτηση στην αγορά εργασίας μπορεί να αρχίσουν να εργάζονται πριν από την ολοκλήρωση των σπουδών τους και να αναβάλουν διαρκώς τη λήψη του πτυχίου. «Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται αυτό το φαινόμενο στα Τμήματα Πληροφορικής και Μηχανικών Υπολογιστών, που εμφανίζουν σχετικά χαμηλό ποσοστό αποφοίτησης», υπογραμμίζει ο καθηγητής Μήτκας.
Επιπροσθέτως, λόγοι που μπορεί να οδηγούν σε μειωμένα ποσοστά αποφοίτησης αποτελούν και οι συνθήκες στο ίδιο το πανεπιστήμιο. «Είναι πολύ εύκολο να καταλάβεις εάν ένα πρόγραμμα σπουδών είναι στιβαρό ή όχι. Οταν οι διδάσκοντες περνούν το μήνυμα ότι “αυτό που κάνουμε όλοι μαζί εδώ είναι κάτι σοβαρό και έχει νόημα”, τα παιδιά το αντιλαμβάνονται και ανταποκρίνονται», τονίζει ο πρόεδρος της ΕΘΑΑΕ.
Από την ΕΘΑΑΕ προτείνεται στα πανεπιστήμια να προσεγγίζουν το πρόβλημα του χαμηλού ποσοστού αποφοίτησης σε επίπεδο τμήματος, καθώς μπορεί να υπάρχουν μεγάλες διαφορές μεταξύ τους και αναλόγως να λαμβάνουν μέτρα, όπως οι συγχωνεύσεις, οι μετονομασίες και ο εκσυγχρονισμός τμημάτων.