Συγκεκριμένα, υπολογίζεται πως πάσχουν από αρτηριακή υπέρταση σχεδόν 3 εκατομμύρια Έλληνες και περισσότεροι από 1,2 δισεκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως, ενώ εκτιμάται ότι ο αριθμός αυτός πρόκειται να αυξηθεί περαιτέρω, κατά περίπου 15-20%, έως το 2025.
Αυτή η υψηλή επίπτωσή της αποκτά ιδιαίτερη σημασίααν αναλογιστεί κανείς πως αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξηνοσημάτων του καρδιαγγειακού συστήματος, όπως αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια, εμφράγματα του μυοκαρδίου και καρδιακή ανεπάρκεια, καθώς και για πρώιμο θάνατο από αυτά. Συχνά, μάλιστα, συνυπάρχει και με άλλες παθολογικές καταστάσεις, όπως ο σακχαρώδης διαβήτης και η νεφρική ανεπάρκεια, επιδεινώνοντας ακόμα περισσότερο την ποιότητα ζωής και την πρόγνωση των ασθενών αυτών.
Από την άλλη πλευρά, γνωρίζουμε από μεγάλες μελέτες πως η ελάττωση της αρτηριακής πίεσης σχετίζεται με σημαντική μείωση του κινδύνου για εμφάνιση μείζονωνκαρδιαγγειακών επιπλοκών- ελάττωση της συστολικής αρτηριακής πίεσης κατά 10mmHgή της διαστολικής πίεσης κατά 5 mmHg σχετίζεται βιβλιογραφικά με 20%μείωση αυτού του κινδύνου-.
Καθίσταται, έτσι, σαφής η αναγκαιότητα για έγκαιρη και αποτελεσματική διάγνωση και αντιμετώπιση της υπέρτασης, με την Ευρωπαϊκή Καρδιολογική Εταιρεία να συνιστά επίπεδα συστολικής αρτηριακής πίεσης ≤ 140mmHg και διαστολικής ≤90 mmHg στον γενικό πληθυσμό, και ακόμη χαμηλότερα (≤130/80 mmHg) σε ειδικές ομάδες υψηλότερου κινδύνου.
Για την επίτευξη των στόχων αυτών έχουμε στη διάθεση μας διάφορα εργαλεία.
Πρώτιστης σημασίας είναι οι παρεμβάσεις που αφορούνστην ευαισθητοποίηση και την προώθηση ενός περισσότερο υγιεινού τρόπου ζωής. Η ενθάρρυνση της σωματικής δραστηριότητας και άσκησης, η υιοθέτησηπροτύπων υγιεινούς και ισορροπημένης διατροφής, η προσπάθεια διατήρησης φυσιολογικού σωματικού βάρους, καθώς και ο περιορισμός του προσλαμβανόμενου από τη διατροφή αλατιού αποτελούν βασικούς άξονες γύρω από τους οποίους πρέπει να επικεντρώνουμε τις προσπάθειες μας.
Παράλληλα, έχουμε πια στην εποχή μας διαθέσιμα μια σειρά από αντιυπερτασικά φάρμακα (όπως αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου ή των υποδοχέων της αγγειοτενσίνης, διουρητικά, αναστολείς των διαύλων ασβεστίου ή των υποδοχέων των αλατοκορτικοειδώνκ.α) με υψηλή αποτελεσματικότητα και μικρά ποσοστά ανεπιθύμητων ενεργειών, που επιφέρουν, κατά περίπτωση, όχι μόνο μείωση των τιμών της αρτηριακής πίεσης, αλλά και καρδιοπροστατευτικές και νεφροπροστατευτικές επιδράσεις. Η τρέχουσα πρακτική, βασισμένη στις επικαιροποιημένες συστάσεις για την αντιμετώπιση της υπέρτασης, είναι η χρήση, εξ αρχής, συνδυασμού αντιυπερτασικών φαρμάκων, ιδανικά σε σταθερούς συνδυασμούς ενός χαπιού, ώστε να αυξάνεται κατά το δυνατόν ο βαθμός συμμόρφωσης των ασθενών στη θεραπεία.
Επιπρόσθετα, ειδικά για ασθενείς που δεν ανέχονται την φαρμακευτική αγωγή ή εμφανίζουν ανθεκτικές μορφές υπέρτασης, δοκιμάζονται τα τελευταία χρόνια, με ενθαρρυντικά αποτελέσματα, και επεμβατικές μέθοδοιγια την αντιμετώπιση της υπέρτασης, όπως η απονεύρωση των νεφρικών αρτηριών.
Η επάρκεια των θεραπευτικών επιλογών δεν θα πρέπει, ωστόσο, να επιφέρει επανάπαυση. Η αρτηριακή υπέρταση συχνά είναι σιωπηλή και παραμένει αδιάγνωστη, ενώ τα υπάρχοντα δεδομένα υποδεικνύουν ότι σε περισσότερους από τους μισούς διαγνωσμένους υπερτασικούς ασθενείς δεν επιτυγχάνεται ικανοποιητική ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης (λόγω πλημμελούςσυμμόρφωση στην αγωγή, αδράνειας των θεραπόντωνιατρών, προβλημάτων στην παρακολούθηση κ.ά).
Θα πρέπει, λοιπόν, όλοι οι εμπλεκόμενοι–επαγγελματίεςυγείας, συστήματα υγείας και πρόληψης και ασθενείς- να παραμένουν ευαισθητοποιημένοι, ενημερωμένοι,αποφασισμένοι και αποφασιστικοί, με στόχο την, κατά το δυνατό, πιο έγκαιρη διάγνωση και αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση της αρτηριακήςυπέρτασης και των συνεπακόλουθων επιπλοκών της.
Επιμέλεια:
Γιώργος Κοχιαδάκης
Καθηγητής Καρδιολογίας
Πρόεδρος Ελληνικής Καρδιολογικής Εταιρείας