Η πρώτη πανελλήνια μελέτη με πραγματικά δεδομένα από 37.741 νοσηλείες σε μια περίοδο 12 ετών. Κύριες διαγνώσεις, προηγούμενο ιστορικό, ιατρική αντιμετώπιση, διαφορές ανά φύλο και ηλικία
Τα καρδιαγγειακά νοσήματα παραμένουν η κύρια αιτία νοσηλείας και θνησιμότητας στην Ευρώπη. Τα δεδομένα για τις νοσηλείες καρδιολογικών ασθενών στην Ελλάδα είναι περιορισμένα και βασίζονται κυρίως σε μικρής κλίμακας ή συγχρονικές μελέτες, οι οποίες δεν αποτυπώνουν τις μεταβαλλόμενες τάσεις στην επιβάρυνση των νοσημάτων, τα πρότυπα θεραπείας και τις δημογραφικές διαφορές.
Η CardioMining είναι η πρώτη πανελλαδική, αναδρομική μελέτη 37.741 καρδιαγγειακών νοσηλειών σε διάρκεια 12 ετών (2012 – 2023) στην Ελλάδα, με δεδομένα που ελήφθησαν από τις μεγαλύτερες πανεπιστημιακές κλινικές και τριτοβάθμια νοσοκομεία της χώρας. Τα πρώτα αποτελέσματα της μελέτης, που δημοσιεύθηκαν πρόσφατα στο Hellenic Journal of Cardiology, παρέχουν μια «ακτινογραφία» των καρδιολογικών νοσηλειών στην Ελλάδα.
Τα ευρήματα αποκαλύπτουν τα κλινικά προφίλ των ασθενών, τις χρονικές τάσεις, τα μεταβαλλόμενα μοτίβα και τις στρατηγικές θεραπείας στη διάρκεια της 12ετίας, τονίζοντας την ανάγκη για εξατομικευμένες, βασισμένες σε δεδομένα προσεγγίσεις στην καρδιαγγειακή φροντίδα. Οι διαφορές με βάση το φύλο και την ηλικία υπογραμμίζουν τις ανισότητες που σύμφωνα με τους συγγραφείς θα πρέπει να τροφοδοτούν προσαρμοσμένες παρεμβάσεις και την κατανομή των πόρων, ενώ η μελλοντική έρευνα που ενσωματώνει αναλύσεις με Τεχνητή Νοημοσύνη σε ευρύτερα σύνολα δεδομένων θα ενισχύσει την διαστρωμάτωση του κινδύνου, προς όφελος των ασθενών.
Οι κυριότερες αιτίες νοσηλείας
Η μελέτη ανέλυσε συνολικά 37.741 νοσηλείες στη 12ετία 2012-2023, μεταξύ 33.645 μοναδικών ασθενών, με διάμεση ηλικία τα 70 έτη. Δύο στους τρεις (66,4%) ασθενείς ήταν άνδρες, με διάμεση διάρκεια νοσηλείας τις 4 μέρες. Εννέα στις δέκα νοσηλείες έγιναν μεταξύ 2014 και 2021, ενώ μία στις δύο μεταξύ 2017 και 2020. Τα πιο συνηθισμένα συμπτώματα κατά την προσέλευση ήταν πόνος στο στήθος (30,2%), δύσπνοια (22,7%), αίσθημα παλμών (7,1%), οίδημα στα κάτω άκρα (6,6%) και ζάλη (4,2%).
Οι κυριότερες πρωτογενείς διαγνώσεις ήταν η στεφανιαία νόσος (40,8% του συνόλου), η οξεία μη αντιρροπούμενη καρδιακή ανεπάρκεια (20,4%) και οι αρρυθμίες (18,6%). Όλες οι διαγνώσεις, ο αριθμός των νοσηλειών και τα ποσοστά επί του συνόλου παρατίθενται αναλυτικά στον παρακάτω πίνακα:

Διαφορές ανά φύλο και ηλικία
Οι αναλύσεις των υποομάδων αποκάλυψαν σημαντικές δημογραφικές διαφορές. Οι γυναίκες συσχετίστηκαν με βαλβιδική καρδιακή νόσο (κυρίως στένωση μιτροειδούς), αρρυθμίες, καρδιακή ανεπάρκεια με διατηρημένο κλάσμα εξώθησης, πνευμονική υπέρταση και θρομβοεμβολικές καταστάσεις. Οι άνδρες είχαν υψηλότερο επιπολασμό στεφανιαίας νόσου, καρδιακής ανεπάρκειας με μειωμένο κλάσμα εξώθησης, καρδιομυοπαθειών, μυοκαρδίτιδας και ενδοκαρδίτιδας.
Αναφορικά με την ηλικία, οι ηλικιωμένοι ασθενείς ήταν πιο πιθανό να διαγνωστούν με βαλβιδική καρδιακή νόσμο (κυρίως στένωση αορτής), βραδυαρρυθμίες, όλους τους υπότυπους καρδιακής ανεπάρκεειας και συγκοπή, ενώ οι νεότεροι ασθενείς είχαν υψηλότερες πιθανότητες ισχαιμικών επεισοδίων, καρδιακής ανακοπής, μυοκαρδίτιδας, ενδοκαρδίτιδας και καρδιομυοπαθειών.
Χρονικές τάσεις
Κατά τη διάρκεια της 12ετούς περιόδου μελέτης, αρκετές πρωτογενείς διαγνώσεις παρουσίασαν σημαντικές μεταβολές. Παρατηρείται ότι οι νοσηλείες λόγω στεφανιαίας νόσου και υπερτασικής καρδιοπάθειας μειώθηκαν με την πάροδο του χρόνου, ειδικά κατά τα πανδημικά έτη 2020 – 2022. Στον αντίποδα αυξήθηκαν σταδιακά αυτές που οφείλονται σε καρδιακή ανεπάρκεια, σε βαλβιδική καρδιακή νόσο, πνευμονική εμβολή, περικαρδίτιδα, καθώς και σε μη καρδιακά αίτια
Προηγούμενο ιατρικό ιστορικό
Σχεδόν ένας στους δύο ασθενείς (49.6%) είχε ιστορικό αρτηριακής υπέρτασης, ενώ πάνω από ένας στους τέσσερις είχε δυσλιπιδαιμία (26,5%) σακχαρώδη διαβήτη (27,8%) και στεφανιαία νόσο (25,7%). Ιστορικό καρδιακής ανεπάρκειας είχε το 14,6% των ασθενών και κολπική μαρμαρυγή το 22,8%.
Σε ό,τι αφορά τις τάσεις κατά τη διάρκεια της 12ετούς περιόδου μελέτης, παρουσίασαν αύξηση, μεταξύ άλλων, οι περιπτώσεις με εμφυτεύσιμο απινιδωτή, ισχαιμική μυοκαρδιοπάθεια, ανεύρυσμα αορτής, με ιστορικό κατανάλωσης αλκοόλ, παχυσαρκίας και καρκίνου. Αντίθετα, παρατηρήθηκε σημαντική πτωτική τάση στο κλάσμα εξώθησης αριστερής κοιλίας, στο ιστορικό στεφανιαίας νόσου και αρτηριακής υπέρτασης.

Θεραπευτική αντιμετώπιση
Οι τάσεις της φαρμακευτικής αγωγής έδειξαν μια σαφή στροφή προς τεκμηριωμένες θεραπείες, με τη θεραπεία συνδυασμού στατίνης-εζετιμίμπης, NOAC (νέας γενιάς αντιπηκτικών), αναστολείς SGLT2 και MRAs να παρουσιάζουν σημαντικές αυξήσεις. Αντίθετα, παλαιότερες θεραπευτικές προσεγγίσεις όπως η μονοθεραπεία με στατίνες και τα VKA μειώθηκαν σημαντικά.
Τα ενδονοσοκομειακά πρότυπα διάγνωσης και διαχείρισης εξελίχθηκαν επίσης, με την αξονική πνευμονική αγγειογραφία (CTPA) να αυξάνεται, ενώ η Διαδερμική Στεφανιαία Παρέμβαση (PCI) μειώθηκε.
Για ένα πιο “έξυπνο” και ενημερωμένο σύστημα Υγείας
Όπως αναφέρουν οι συγγραφείς της μελέτης, πέρα από την περιγραφική της αξία, η πλατφόρμα CardioMining μπορεί να διευκολύνει την ανάπτυξη εθνικών δεικτών ποιότητας για την καρδιαγγειακή υγεία, προσφέροντας ένα τεκμηριωμένο πλαίσιο για την παρακολούθηση της παροχής φροντίδας και των αποτελεσμάτων της. Επιπλέον, μπορεί να συμβάλει στο σχεδιασμό πολιτικών υγείας που βασίζονται στην επιδημιολογική πραγματικότητα του ελληνικού πληθυσμού.
Είναι σημαντικό ότι το CardioMining παρέχει τη βάση για την εφαρμογή μεθοδολογιών Τεχνητής Νοημοσύνης στην καρδιολογία, τόσο σε εθνικό όσο και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, επιτρέποντας μεγάλης κλίμακας προγνωστική μοντελοποίηση, διαστρωμάτωση κινδύνου σε πραγματικό χρόνο και υποστήριξη αποφάσεων.
“Κοιτάζοντας μπροστά, η ενσωμάτωση αυτής της πλατφόρμας με άλλες βάσεις δεδομένων καρδιαγγειακών παθήσεων σε όλη την Ευρώπη και παγκοσμίως μπορεί να ενισχύσει τη διαλειτουργικότητα, να προωθήσει τη συνεργατική έρευνα και να συμβάλει στη δημιουργία εναρμονισμένων οικοσυστημάτων δεδομένων», σημειώνεται, και προστίθεται ότι «τελικά, αυτή η πρωτοβουλία αντιπροσωπεύει ένα βήμα προς ένα πιο έξυπνο, δίκαιο και ενημερωμένο σύστημα υγειονομικής περίθαλψης, ικανό να προσαρμόζεται στις αναδυόμενες προκλήσεις και να βελτιώνει τα αποτελέσματα για τους ασθενείς με καρδιαγγειακές παθήσεις”.
Όπως αναφέρει σε ανάρτησή του ο καθηγητής Καρδιολογίας στο ΑΠΘ, Γεώργιος Γιαννακούλας, καθοριστική συμβολή στη συλλογή και επιμέλεια των δεδομένων είχαν περισσότεροι από 250 φοιτητές Ιατρικής και νέοι γιατροί που συμμετείχαν στο project τα τελευταία 4 έτη. Εξίσου καθοριστική ήταν η στήριξη των συμμετεχόντων κέντρων, των καρδιολόγων – συντονιστών, του ιατρικού προσωπικού και των ειδικευομένων ιατρών, που διασφάλισαν την ομαλή και ποιοτική υλοποίηση της μελέτης σε κάθε νοσοκομείο.