Σημαντική μείωση της πολυνοσηρότητας που προκαλείται από ασθένειες όπως ο καρκίνος ή ο διαβήτης – Σύμφωνα με ερευνητές από την Βιέννη, δεν είναι απαραίτητη η πλήρης αποφυγή των ζωικών προϊόντων.
Όσοι ακολουθούν μια διατροφή με βάση τα φυτικά προϊόντα έχουν μικρότερο κίνδυνο πολυνοσηρότητας, δηλαδή να αναπτύξουν ταυτόχρονα περισσότερες από μία χρόνιες ασθένειες όπως καρκίνο, καρδιαγγειακές παθήσεις ή διαβήτη, σε σύγκριση με όσους τρώνε σπανιότερα φρούτα, λαχανικά, δημητριακά ολικής αλέσεως και όσπρια.
Αυτό διαπίστωσε μια διεθνής ομάδα με τη συμμετοχή ερευνητών από τη Βιέννη και δημοσίευσε τα αποτελέσματα στο επιστημονικό περιοδικό “The Lancet Healthy Longevity”.
Ωστόσο, δεν είναι απαραίτητο να αποφεύγονται εντελώς τα ζωικά προϊόντα. “Μια διατροφή με βάση τα φυτικά προϊόντα μπορεί να έχει ήδη θετική επίδραση”, εξήγησε η πρώτη συγγραφέας Reynalda Córdova από το Τμήμα Επιστημών Διατροφής του Πανεπιστημίου της Βιέννης σε σχετική ανακοίνωση. Η μελέτη δείχνει ότι δεν υπάρχει μόνο επίδραση σε μεμονωμένες χρόνιες ασθένειες, αλλά μπορεί επίσης να μειωθεί ο κίνδυνος πολυνοσηρότητας – σύμφωνα με τα στοιχεία, κατά 32%.
Ο κίνδυνος πολυνοσηρότητας αφορά ιδιαίτερα τους ενήλικες άνω των 60 ετών. Ωστόσο, τα οφέλη μιας διατροφής βασισμένης σε φυτικά προϊόντα, η οποία μπορεί να περιλαμβάνει και υποκατάστατα προϊόντα όπως vegan λουκάνικα ή berger, είναι εμφανή τόσο σε άτομα μέσης ηλικίας όσο και σε άτομα μεγαλύτερης ηλικίας, σύμφωνα με την επιδημιολόγο διατροφής.
Για τον συν-συγγραφέα της μελέτης, Karl-Heinz Wagner, ο οποίος επίσης εργάζεται στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης, τα αποτελέσματα δείχνουν τη σημασία μιας διατροφής με βάση τα φυτά για την υγεία και ενισχύουν τις νέες αυστριακές διατροφικές συστάσεις – με έμφαση στα φυτά και χαμηλή περιεκτικότητα σε ζωικά τρόφιμα.
Επιπλέον, υπογράμμισε τη σημαντική μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και της χρήσης γης ως “θετικά πρόσθετα οφέλη”.
Για τη μελέτη εξετάστηκαν οι διατροφικές συνήθειες και η πορεία ασθενειών περίπου 400.000 γυναικών και ανδρών ηλικίας 37 έως 70 ετών από έξι ευρωπαϊκές χώρες (Ιταλία, Ισπανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Γερμανία, Κάτω Χώρες και Δανία).
Στην αξιολόγηση των δεδομένων δύο μεγάλων κοορτών μελετών συμμετείχαν, εκτός από το Πανεπιστήμιο της Βιέννης, η Διεθνής Υπηρεσία Έρευνας για τον Καρκίνο (IARC) στη Γαλλία και το Πανεπιστήμιο Kyung Hee στη Νότια Κορέα.