Είναι κρίσιμο η Κυβέρνηση να αναγνωρίσει πως οι μνημονιακές στρεβλώσεις της φαρμακευτικής πολιτικής παράγουν ολοένα πιο σύνθετα αδιέξοδα σε βάρος των ασθενών και της εθνικής οικονομίας.
Τα νοσοκομειακά σημειώματα υποχρεωτικών επιστροφών που επιδόθηκαν πρόσφατα στις φαρμακευτικές εταιρείες για το πρώτο εξάμηνο του 2023 αποδεικνύουν με τον πλέον εκκωφαντικό τρόπο ότι το σύστημα του clawback ως μέσο διασφάλισης της πρόσβασης των ασθενών σε καινοτόμες θεραπείες έχει χρεοκοπήσει. Το κράτος καλύπτει, πλέον, το κόστος για μόνο 2 στα 10 καινοτόμα φάρμακα και οι βιοφαρμακευτικές εταιρείες έχουν παγιωθεί ως ο κύριος χρηματοδότης αυτής της πρόσβασης.
Παρά το γεγονός ότι το θέμα δεν προσελκύει το ενδιαφέρον των μέσων ενημέρωσης, τα ρίσκα που ελλοχεύουν είναι δραματικά. Η δυσανάλογη αυτή επιβάρυνση έχει άμεσες συνέπειες στους ασθενείς και στη δημόσια υγεία, καθώς στέλνει αποτρεπτικά μηνύματα στο εξωτερικό για την εισαγωγή νέων φαρμάκων και τελικά οδηγεί στην υστέρηση της πρόσβασης των Ελλήνων ασθενών σε θεραπείες που είναι διαθέσιμες σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Λιγότερες νέες θεραπείες: Για παράδειγμα, το 2023 ο ρυθμός διαθεσιμότητας καινοτόμων θεραπειών επιβραδύνθηκε κατά 6% στην Ελλάδα συγκριτικά με το 2019. Η τάση αυτή απειλείται με περαιτέρω επιδείνωση λόγω του εκτροχιασμού των υποχρεωτικών επιστροφών.
Μεγαλύτερες καθυστερήσεις: Ο μέσος χρόνος από την έγκριση ενός φαρμάκου από τον ΕΜΑ έως την αποζημίωσή του στην Ελλάδα είναι 587 ημέρες και υπολείπεται κατά 56 ημέρες του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Δύο ταχύτητες ασθενών: Το παρόν στρεβλό σύστημα διασφαλίζει τη βιώσιμη πρόσβαση σε παλαιότερες ή κοινές θεραπείες χαμηλού κόστους, όπου οι υποχρεωτικές επιστροφές είναι μηδενικές ή πολύ μικρές και τιμωρεί στην πράξη τα καινοτόμα σκευάσματα για ασθενείς με σοβαρές χρόνιες παθήσεις όπως ο καρκίνος, όπου το clawback ξεπερνά το 80%.
Αντίστοιχα, η χρεοκοπία του συστήματος των υποχρεωτικών επιστροφών επηρεάζει αρνητικά την εθνική ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας και απειλεί πλέον ευθέως τη βιωσιμότητα των βιοφαρμακευτικών επιχειρήσεων:
Αποθάρρυνση προσέλκυσης νέων θεραπειών: Οι θυγατρικές στην Ελλάδα των βιοφαρμακευτικών εταιρειών αντιμετωπίζουν ολοένα μεγαλύτερη δυσκολία στις εσωτερικές τους εγκρίσεις για τη διάθεση νέων καινοτόμων σκευασμάτων ή για τη συνέχιση παροχής των υφιστάμενων, καθώς η χώρα κατέχει με διαφορά, στην Ευρώπη, την αρνητική πρωτιά σε υποχρεωτικές επιστροφές στο επίπεδο του clawback.
Μείωση Έρευνας και Ανάπτυξης (R&D): Η συνθήκη αυτή συνιστά μία ακραία μορφή υπερφορολόγησης και στερεί από τις φαρμακευτικές εταιρείες πόρους για επενδύσεις σε R&D στην Ελλάδα. Αυτό δημιουργεί ένα περιβάλλον που καθιστά τη χώρα λιγότερο ελκυστική σε ξένα κεφάλαια και επιβαρύνει την πρόοδο στη φαρμακευτική έρευνα.
Αποδυνάμωση του Ανθρώπινου Δυναμικού: Ήδη ο βιοφαρμακευτικός κλάδος έχει συρρικνωθεί σημαντικά τα τελευταία 15 έτη και αυτό σημαίνει απώλεια καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας, λιγότερα φορολογικά έσοδα και ασφαλιστικές εισφορές για το κράτος, περιορισμένες επενδύσεις στην αγορά και μικρότερη υποστήριξη του οικοσυστήματος της υγείας.
Για να καταστεί η Ελλάδα πιο ανταγωνιστική και να βελτιωθεί η πρόσβαση των ασθενών σε καινοτόμες θεραπείες, είναι κρίσιμο όσο ποτέ η Κυβέρνηση να αναγνωρίσει έμπρακτα πως οι μνημονιακές στρεβλώσεις της φαρμακευτικής πολιτικής παράγουν ολοένα πιο σύνθετα αδιέξοδα σε βάρος των ασθενών και της εθνικής οικονομίας. Το άλμα προς τα εμπρός απαιτεί ρεαλισμό, πολιτική βούληση και τολμηρές αποφάσεις.
Η Ελλάδα θα μπορούσε να ακολουθήσει το παράδειγμα του Βελγίου και του «Pact for the Future», ένα πλαίσιο που προωθεί τη συνεργασία μεταξύ κυβέρνησης και φαρμακοβιομηχανίας με στόχο τη βιωσιμότητα και την καινοτομία. Έτσι, το κράτος θα εξασφάλιζε τη σταθερή και απρόσκοπτη πρόσβαση των ασθενών σε νέες θεραπείες, ενώ οι φαρμακευτικές εταιρείες θα είχαν ένα σταθερότερο και ανταγωνιστικότερο επιχειρηματικό περιβάλλον. Αυτή είναι άλλωστε και η πρόταση των συνδέσμων των φαρμακευτικών επιχειρήσεων, τόσο του ΣΦΕΕ, όσο και του Pharma Innovation Forum.
Όμως, μία συμφωνία προϋποθέτει δύο χαρακτηριστικά, υπευθυνότητα και εμπιστοσύνη ανάμεσα στα συμβαλλόμενα μέρη. Όταν η Πολιτεία αντιμετωπίζει τις υποχρεωτικές επιστροφές της τάξης του 83% σε βάρος των βιοφαρμακευτικών εταιρειών ως μία κανονικότητα και όχι ως μία κρίση, τα χαρακτηριστικά αυτά τίθενται σε αμφισβήτηση. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, η Κυβέρνηση οφείλει έστω την ύστατη στιγμή να παρέμβει αναδρομικά στον προϋπολογισμό φαρμάκου του 2023 και να διορθώσει το επίπεδο των υποχρεωτικών επιστροφών, τουλάχιστον, στα επίπεδα του προηγούμενου έτους.
Με την έμπρακτη αναγνώριση του αδιεξόδου θα τεθεί πλέον και η ελάχιστη βάση για τον σχεδιασμό και την εφαρμογή μίας βιώσιμης φαρμακευτικής πολιτικής την επόμενη τριετία. Και αυτή είναι μία επιταγή που δεν υπηρετεί μόνο το συμφέρον του βιοφαρμακευτικού κλάδου, που αυτή τη στιγμή απειλείται με δραστική συρρίκνωση, υπηρετεί πάνω από όλα το δημόσιο συμφέρον, την εθνική οικονομία και τους ίδιους τους ασθενείς.