Σχεδόν τέσσερις δεκαετίες συμπληρώνονται από την ίδρυση του ΕΣΥ, ενός Συστήματος Υγείας που πρόσφερε πολλά στη δημόσια υγεία.
Όλα αυτά τα χρόνια το ΕΣΥ, ενηλικιώθηκε, μεγάλωσε και δυστυχώς “ασθένησε”. Επανειλημμένες και λανθασμένες πολιτικές οδήγησαν το ΕΣΥ στο σημείο που βρίσκεται σήμερα. Γιατροί και νοσηλευτικό προσωπικό με τραγικές συνθήκες εργασίας, με μισθούς εξαιρετικά χαμηλούς, παλεύουν τα τελευταία χρόνια για να διατηρήσουν το ΕΣΥ εν ζωή.
Δυστυχώς, όμως, η συνεχής εργασία 36 ωρών χωρίς ρεπό, το εισόδημα που είναι από τα χαμηλότερα στην Ευρώπη, οδηγούν τους εργαζόμενους σε σωματική και ψυχική εξουθένωση και σε έξοδο από το ΕΣΥ, με αποτέλεσμα τον κίνδυνο κατάρρευσής του.
Σήμερα επομένως αναδεικνύεται η μεγάλη πρόκληση για το Υπουργείο Υγείας και την ηγεσία του, ώστε να δοθεί νέα πνοή στη δημόσια υγεία, όχι με μπαλώματα και αποσπασματικές ενέργειες αλλά με συντονισμένες και στοχευμένες ενέργειες.
Πώς θα γίνει αυτό;
Άμεσα πρέπει να ληφθούν μέτρα συνολικής στήριξης του Ιατρού του ΕΣΥ αλλά και του νοσηλευτικού προσωπικού. Συγκεκριμένα:
– Άμεση προκήρυξη των ελλείψεων σε ιατρικό, νοσηλευτικό και υπόλοιπο προσωπικό, με θέσεις πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης. Ιδιαίτερα οι γιατροί του ΕΣΥ πρέπει να είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης. Η δυνατότητα ιδιωτικής εργασίας των νοσοκομειακών γιατρών που νομοθετήθηκε, χωρίς προς το παρόν να έχει εφαρμοσθεί, από την προηγούμενη ηγεσία του Υπουργείου, θα επιδεινώσει το υπάρχον οξύ πρόβλημα. Επιπλέον, θα δημιουργήσει προβλήματα στον ιδιωτικό τομέα, ο οποίος ήδη πιέζεται με τις υπερβολικές και αυθαίρετες επιστροφές εισοδήματος (rebate και clawback).
– Να δοθεί η δυνατότητα σε όσους εκ των προς συνταξιοδότηση ιατρών του ΕΣΥ ή πανεπιστημιακών επιθυμούν, να παραμείνουν στην υπηρεσία μετά τη συνταξιοδότησή τους και για όσο χρόνο η θέση, παρά την προκήρυξη με προσωπικό πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, παραμένει κενή.
– Δυνατότητα άμεσης πρόσληψης ιατρών και προσωπικού με βραχυχρόνιες συμβάσεις και με τη μορφή της αποζημίωσης εργασίας με μπλοκάκι.
– Άμεση αύξηση του εισοδήματος των ιατρών, με αύξηση μισθών και αύξηση της αποζημίωσης των εφημεριών με αυτοτελή φορολόγηση αυτών. Σήμερα η κάθε ώρα εφημερίας, η οποία είναι υπερωριακή απασχόληση, αποζημιώνεται μετά τη φορολόγηση με 1,5-2 ευρώ, όταν η αντίστοιχη ώρα υπερωριακής απασχόλησης σε άλλους κλάδους εργαζομένων είναι πολλαπλάσια!
– Επέκταση του θεσμού της ολοήμερης λειτουργίας των νοσοκομείων, με σκοπό τόσο την αύξηση των εισοδημάτων του προσωπικού, όσο και τη μείωση της λίστας των επεμβάσεων –χειρουργείων και την καλύτερη εξυπηρέτηση των ασθενών.
Συγχρόνως, είναι αναγκαίο να ξεκινήσει μία συζήτηση για το μέλλον του ΕΣΥ. Ένα Εθνικό Σύστημα Υγείας θα πρέπει να στηρίζεται σε μία κοινή, διακομματική προσπάθεια και δεν πρέπει να είναι απόρροια σκέψεων, επιλογών, σκοπιμοτήτων μίας συγκεκριμένης πολιτικής ηγεσίας.
Η μεγαλύτερη πρόκληση της επόμενης μέρας είναι το χτίσιμο ενός νέου συστήματος πρωτοβάθμιας φροντίδας που θα μπορεί αποτελεσματικά να είναι η πρώτη γραμμή άμυνας του νέου ΕΣΥ αλλά και η Β΄ βάθμια φροντίδα υγείας και η συνολική μεταρρύθμιση των νοσοκομείων.
Ήδη έχουν διασφαλιστεί κονδύλια από το Ταμείο Ανάκαμψης για την αναβάθμιση των τμημάτων Επειγόντων Περιστατικών 80 νοσοκομείων και για την ανακαίνιση 157 κέντρων υγείας έτσι ώστε να αποκτήσουν οι δομές υγείας μια διαφορετική εικόνα τα επόμενα χρόνια.
Ταυτόχρονα τα Κράτος και το αρμόδιο Υπουργείο πρέπει να επενδύσει δημιουργικά και να στηρίξει το αξιόμαχο ανθρώπινο δυναμικό, και συγκεκριμένα τον ιατρό και τον νοσηλευτή.
Ο ευαίσθητος χώρος της υγείας στηριζόταν και στηρίζεται κυρίως στον Ιατρό, στην άρτια επιστημονική του κατάρτιση αλλά και στον επαγγελματισμό και το φιλότιμό που τον διακρίνει στην πλειονότητά του.
Ο Ιατρός και ο νοσηλευτής ήταν εκείνοι που στήριξαν το ΕΣΥ στο επώδυνο διάστημα της πανδημίας και στάθηκαν έμπρακτα στο πλευρό του ασθενή κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες.
Απαραίτητη αρχικά είναι η καταγραφή των υπαρχόντων δομών και των ιατρών. Μέχρι σήμερα δεν υπάρχει καμία στρατηγική για το πόσους γιατρούς χρειάζεται η Ελλάδα για τον επόμενο χρόνο και σε ποιες ειδικότητες. Ο αριθμός των υπαρχόντων ιατρών είναι ήδη υπερβολικός στη χώρα μας και δεν υπάρχει καμία γνώση για πόσοι θα είναι τα επόμενα χρόνια.
Οι θέσεις των ειδικευόμενων στις κλινικές και τα νοσοκομεία καθορίζεται από τις ανάγκες για εφημερίες κι όχι από τη δυνατότητα εκπαίδευσης ή τις ανάγκες του ΕΣΥ στην εν λόγω ειδικότητα στο μέλλον.
Έτσι υπάρχουν ειδικότητες με μεγάλο αριθμό ιατρών και άλλες μη ελκυστικές, με λίγους ιατρούς, οι οποίοι όμως λείπουν από τα νοσοκομεία.
Επίσης εξαιρετικά χρήσιμη θα αποδειχτεί η δυνατότητα ανάπτυξης τριτοβάθμιων νοσοκομείων αναφοράς και δορυφορικών δομών (νοσοκομεία ή Κέντρα Υγείας) για τη δημιουργία ενός αποτελεσματικού δικτύου προσφοράς πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας υγείας.
Για όλα όσα πρέπει να γίνουν, θα πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη από το Υπουργείο Υγείας οι εποικοδομητικές και συγκροτημένες προτάσεις, τόσο των τεχνοκρατών όσο και των επαγγελματιών που “ζουν” από μέσα το ΕΣΥ.
Στο πλαίσιο αυτό ιδιαίτερα χρήσιμες για την ηγεσία του Υπουργείου Υγείας θα είναι οι εμπεριστατωμένες προτάσεις των ιατρικών συλλόγων, των επιστημονικών εταιρειών και των εργαζομένων στην υγεία.
Η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου θα πρέπει να κατανοήσει τον κρίσιμο ρόλο που διαδραματίζουν και να τους καταστήσει-αναβαθμίσει σε βασικούς συνομιλητές και συνοδοιπόρους αυτής της μεγάλης προσπάθειας για ένα νέο, αξιόπιστο και λειτουργικό Εθνικό Σύστημα Υγείας.
Επιμέλεια: Γιώργος Κοχιαδάκης, Καθηγητής Καρδιολογίας, Πρόεδρος Ελληνικής Καρδιολογικής Εταιρείας, Κοσμήτορας Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Κρήτης
Πηγή: https://www.capital.gr/me-apopsi/3735635/esu-to-xroniko-enos-proanaggelthentos-thanatou/