Στόχος της μελέτης αυτής ήταν να εκτιμηθεί αν μια μέτρηση λιπιδίων (non-HDL-χολ ή LDL-χολ) σε νεαρούς ενήλικες μπορεί να προβλέψει τη συνολική έκθεση στις αθηρογόνες λιποπρωτεΐνες και τον καρδιαγγειακό κίνδυνο στη μετέπειτα ζωή τους. Αξιοποιήθηκαν δεδομένα από 3.995 συμμετέχοντες στη μελέτη CARDIA που είχαν μετρήσεις λιπιδίων πριν και μετά την ηλικία των 30 ετών. Βρέθηκε ότι μια μέτρηση της non-HDL-χολ ή της LDL-χολ μεταξύ ηλικιών 18 και 30 ετών είχε πολύ καλή συσχέτιση με τα επίπεδα των λιπιδίων στη μετέπειτα ζωή. Τιμές > 135 mg/dL και <107 mg/dL για την non-HDL-χολ και >118 mg/dL και <96 mg/dL για την LDL-χολ, βρέθηκε ότι διαστρωματώνουν ικανοποιητικά τους ασθενείς στον υψηλότερο και χαμηλότερο τεταρτημόριο λιπιδίων ορού αντίστοιχα. Επιπλέον, αυτή η πρώτη μέτρηση φάνηκε να σχετίζεται με την εμφάνιση καρδιαγγειακής νόσου μετά την ηλικία των 40 ετών. Συμπερασματικά, μια μέτρηση non-HDL-χολ ή LDL-χολ σε άτομα ηλικίας 18 έως 30 ετών έχει προβλεπτική αξία για τη συνολική έκθεση των ατόμων σε αθηρογόνα λιπίδια και κατ’επέκταση προγνωστική αξία για εμφάνιση καρδιαγγειακής νόσου.
Άρθρο:
(Wilkins JT, Ning H, Allen NB, et al. J Am Coll Cardiol. 2024;84:961-973)
Επιμέλεια:
Χ. Μιχαλακέας, Καρδιολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών,
Επιστημονικός Συνεργάτης Β’ Πανεπιστημιακής Καρδιολογικής Κλινικής,
Π.Γ.Ν.«Αττικόν»
Λ. Ραλλίδης, Καθηγητής Καρδιολογίας,
Β΄ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική,
Π.Γ.Ν. «Αττικόν»
Πηγή: https://eelia.gr/