Τα σύγχρονα υπολογιστικά μοντέλα μηχανικής μάθησης, το ChatGPT, οι εφαρμογές τους στην Ψυχική Υγεία και οι μελλοντικές προκλήσεις. Τι ειπώθηκε σε ημερίδα της Γ’ Ψυχιατρικής Κλινικής του ΑΠΘ.
Ποια είναι η συμβολή της Τεχνητής Νοημοσύνης (ΑΙ), της Μηχανικής Μάθησης και των εφαρμογών τους στην Ψυχική Υγεία; Σε ποιο βαθμό μπορούν να βοηθήσουν τον θεραπευτή και τον θεραπευόμενο, και ποια είναι η πιθανότητα να αντικαταστήσουν μελλοντικά τον ψυχίατρο; Έχει τη δυνατότητα μια άψυχη μηχανή να κάνει ακριβή διάγνωση και να προτείνει αποτελεσματική θεραπεία; Μπορεί να δημιουργήσει θεραπευτική σχέση με τον ασθενή, βασισμένη στην ενσυναίσθηση και την κατανόηση των ιδιαίτερων αναγκών του; Οι on line θεραπευτικές συνεδρίες μεταξύ ψυχιάτρου και ασθενή είναι το ίδιο αποτελεσματικές με την δια ζώσης συνάντησή τους;
Τα παραπάνω απασχόλησαν, μεταξύ άλλων, επιστημονική ημερίδα της Γ’ Ψυχιατρικής Κλινικής του ΑΠΘ, στο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ, με θέμα τις εφαρμογές ηλεκτρονικής ψυχικής υγείας στην κλινική πράξη.
Μηχανική μάθηση στην Ψυχιατρική
Σε αντίθεση με άλλες ειδικότητες, όπως η Ακτινολογία, όπου η χρήση μοντέλων μηχανικής μάθησης και τα σύγχρονα υπολογιστικά συστήματα έχουν ήδη ευρεία εφαρμογή, η Ψυχιατρική βασίζεται σε πολλές δεξιότητες που είναι μάλλον ανθρώπινες, όπως ανέφερε ο Αθανάσιος Σαΐτης, ειδικευόμενος της Κλινικής. “Δεν μπορούμε να περιμένουμε από ένα μοντέλο μηχανικής μάθησης να δείξει ενσυναίσθηση ή να αναπτύξει θεραπευτική σχέση με έναν ασθενή ή να μυριστεί ότι κάτι δεν πάει καλά από το πώς μιλάει, πώς φέρεται, πώς στέκεται ο άρρωστος”, τόνισε χαρακτηριστικά, συμπληρώνοντας πως “αυτά είναι δικές μας δουλειές, γι αυτό όλοι συμφωνούμε ότι δεν θα είμαστε από τα επαγγέλματα που θα πληγούν έντονα από το ΑΙ”.
Πιθανές και υποσχόμενες εφαρμογές της μηχανικής μάθησης στην κλινική Ψυχιατρική, είναι για παράδειγμα η χρήση μοντέλων που μπορούν να χωρίσουν τους ασθενείς σε ομάδες, με βάση την πιθανότητα να εμφανίσουν κάποια συμπτωματολογία, μια έκβαση ή τον βαθμό ανταπόκρισης σε μια θεραπεία, κάτι που ίσως θα οδηγήσει σε πιο εξατομικευμένη φαρμακοθεραπεία. “Για παράδειγμα, ίσως μια μέρα θα φτάσουμε στο σημείο που όταν θα πας να βάλεις στον ασθενή ένα φάρμακο να εμφανίζεται από κάτω ένα κουτάκι που να σου λέει ότι ‘ασθενείς με παρόμοια χαρακτηριστικά ανταποκρίθηκαν σε αυτό το φάρμακο’”, σημείωσε, προσθέτοντας ότι η πραγματική ευκαιρία αφορά την ψυχιατρική έρευνα, λόγω της ικανότητας των μοντέλων μηχανικής μάθησης να χειρίζονται μεγάλους όγκους πολύπλοκων δεδομένων σε πολλές διαστάσεις. “Είναι λοιπόν – λένε οι ειδικοί – μια πολύ καλή ευκαιρία να ξαναπιάσουμε το μεγάλο θέμα της νευροαπεικόνισης στην Ψυχιατρική, που ως τώρα, παρά τις πολλές συσχετίσεις που έχουν βρεθεί, δεν έχουν μεταφραστεί στην κλινική πράξη”, τόνισε. Περιορισμοί προς αυτή την κατεύθυνση είναι η έλλειψη μεγάλων βάσεων αξιόπιστων δεδομένων, καθώς και ζητήματα που αφορούν την ασφάλεια των δεδομένων.
ChatGPT και άλλα γλωσσικά μοντέλα
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, σχεδόν το ήμισυ του παγκόσμιου πληθυσμού ζει σε περιοχές με περιορισμένη πρόσβαση στην ψυχιατρική φροντίδα, Το γεγονός δημιουργεί ευκαιρίες εφαρμογής γλωσσικών μοντέλων όπως τα chatbots για την υποβοήθηση του έργου του ψυχιάτρου, χωρίς όμως να τον αντικαθιστούν.
Όπως ανέφερε ο Συμεών Καραλής, ειδικευόμενος της Γ’ Ψυχιατρικής Κλινικής του ΑΠΘ, συγκεκριμένα μοντέλα, τα οποία έχουν εκπαιδευτεί σε τεκμηριωμένες evidence based πρακτικές, μπορούν, μεταξύ άλλων, να βελτιώσουν την τηλεϊατρική και την διαδικτυακή παροχή υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας. “Μπορούν να προσφέρουν υποστήριξη σε πραγματικό χρόνο στους θεραπευτές που παρέχουν τηλεθεραπεία. Αυτή η υποστήριξη μπορεί να περιλαμβάνει ενδεχομένως pop-up παράθυρα στην οθόνη του υπολογιστή του εξεταστή, καθοδηγώντας έτσι τον θεραπευτή για το πότε π.χ. μια συγκεκριμένη δεξιότητα θα ήταν χρήσιμη”, σημείωσε.
Τρεις μελέτες δείχνουν ότι τα chatbots είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικά στη μείωση των συμπτωμάτων των αγχωδών διαταραχών και των καταθλιπτικών διαταραχών. Ωστόσο, τα πράγματα δεν είναι τόσο ρόδινα στις παρεμβάσεις. Ενδεικτικά, όπως ανέφερε:
- Συχνά δυσκολεύονται να προσαρμόσουν τις παρεμβάσεις τους στις εξατομικευμένες ανάγκες του ατόμου και φαίνεται να ξεχνούν και πληροφορίες από προηγούμενες συνεδρίες.
- Πολλές φορές έδιναν μη θεραπευτικές ως και βλαπτικές συμβουλές στους θεραπευόμενους, όπως είναι η προώθηση της χρήσης ψυχοτρόπων και άλλων ουσιών, ή έναρξη δίαιτας χωρίς να υπάρχουν evidence based στοιχεία.
- Επίσης, δεν ανταποκρίνονται πάντα επαρκώς στον κίνδυνο αυτοκτονικότητας του ασθενή, καθώς δεν έχουν τους κατάλληλους πόρους, δεν είναι σε θέση να διαχειριστούν κρίσεις ή να παραπέμψουν έγκαιρα στις αρμόδιες υπηρεσίες, όποτε αυτό κριθεί ωφέλιμο.
Με βάση τα παραπάνω, όπως είπε ο κ. Καραλής, επί της παρούσης, δεν υπάρχει καμία απολύτως πιθανότητα αντικατάστασης επαγγελματιών Ψυχικής Υγείας από τα γλωσσολογικά μοντέλα ή άλλη εφαρμογή Τεχνητής Νοημοσύνης. Η πιθανότητα, πρόσθεσε, φαίνεται να είναι μικρή και για το μέλλον, λόγω έλλειψης θεραπευτικής συμμαχίας, ανακρίβειας ως προς την κάλυψη κενών και πολυπαραγοντικής προσέγγισης του ασθενή.
Διαδικτυακές συνεδρίες
Οι on line θεραπευτικές συνεδρίες ψυχικής υγείας «άνθισαν» κατά την περίοδο των περιορισμών της πανδημίας, αναδεικνύοντας μια σειρά πλεονεκτημάτων, αλλά και μειονεκτημάτων τους, έναντι των διά ζώσης.
Σύμφωνα με την ψυχολόγο, επιστημονική συνεργάτιδα της Γ’ Ψυχιατρικής Κλινικής του ΑΠΘ Μαρία Ντεμίρη, στα πλεονεκτήματα περιλαμβάνεται η άμεση πρόσβαση, το μειωμένο κόστος, η ανωνυμία, το ευέλικτο ωράριο και η απουσία γεωγραφικών περιορισμών. Μειονεκτήματα αποτελούν ο κίνδυνος για το απόρρητο, η έλλειψη κατάλληλης εκπαίδευσης και για τα δύο μέρη, ο κίνδυνος παρεξηγήσεων, η έλλειψη αυθορμητισμού, αλλά και η απουσία σαφούς νομικού πλαισίου. Δεν ενδείκνυνται για περιπτώσεις σοβαρών ψυχιατρικών διαταραχών.
Η πλειοψηφία των μελετών που έκαναν σύγκριση μεταξύ των δύο μεθόδων έκρινε πως οι on line συνεδρίες είναι αποτελεσματικές και συγκρίσιμες με την διά ζώσης θεραπεία, αλλά καμία δεν ανέφερε ότι είναι προτιμότερες.
Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, οι διαδικτυακές συνεδρίες είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικές για άτομα με έντονο άγχος, κατάθλιψη, ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή (OCD), καθώς και διαταραχή μετατραυματικού στρες (PTSD, καθώς ευνοούν την χρησιμοποίηση κατάλληλων εργαλείων, ενώ τα ίδια τα συμπτώματα αυτών των διαταραχών μπορεί αρκετές φορές να μην επιτρέπουν στον ασθενή να μετακινηθεί για δια ζώσης θεραπεία.
“Η επιλογή ανάμεσα σε διά ζώσης και διαδικτυακή εξαρτάται από διάφορους παράγοντες”, ανέφερε η κ. Ντεμίρη προσθέτοντας πως η διαδικτυακή είναι ιδανική για άτομα που επιζητούν ευκολία, ευελιξία και άνεση, άτομα με προβλήματα πρόσβασης στους θεραπευτές, και προβλήματα που απαιτούν συστηματική και πρακτική προσέγγιση. Από την άλλη πλευρά, η διά ζώσης είναι εξαιρετική για άτομα που προτιμούν τη δημιουργία στενής θεραπευτικής σχέσης με τον θεραπευτή, βαθύτερη συναισθηματική επεξεργασία και αντιμετώπιση σοβαρών ψυχικών καταστάσεων.