Οι στατίνες αποτελούν την πρώτη επιλογή θεραπείας για την μείωση των επιπέδων της «κακής» χοληστερίνης στο αίμα (LDL-C)και την πρόληψη της αθηρωμάτωσης στις αρτηρίες.
Όπως προκύπτει από μεγάλες παγκόσμιες μελέτες, οι στατίνες μειώνουν τον κίνδυνο για έμφραγμα του μυοκαρδίου, ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο, ασταθή στηθάγχη, καρδιαγγειακή θνησιμότητα και θνησιμότητα από κάθε αιτία.
Η κυκλοφορία των στατινών ξεκίνησε για πρώτη φορά το 1987 και σήμερα χρησιμοποιούνται καθημερινά από περισσότερα από 200 εκατομμύρια άτομα παγκοσμίως, έχοντας επιδείξει αποδεδειγμένη ασφάλεια και αποτελεσματικότητα σε τουλάχιστον 30 μεγάλες τυχαιοποιημένες, κλινικές μελέτες –
Ωστόσο, ένα μικρό ποσοστό ασθενών (6%-10%) εμφανίζει δυσανεξία στις στατίνες, με πιο συχνή ανεπιθύμητη παρενέργεια τους μυϊκούς πόνους (μυαλγία), οι οποίοι συνήθως υποχωρούν με τη μετάβαση σε άλλο σκεύασμα στατίνης.
Η δυσανεξία στις στατίνες μπορεί να προκαλέσει σημαντικά εμπόδια σε ασθενείς που προσπαθούν να μειώσουν την LDL-C. Καθώς οι στατίνες αποτελούν την κύρια επιλογή θεραπείας για τη μείωση της LDL-C, η δυσανεξία σε αυτή την κατηγορία φαρμάκων αποτελεί σημαντικό εμπόδιο για ασθενείς με υψηλή χοληστερόλη.
Η αυτοθεραπεία ως υποκατάστατο των στατινών
Πρόσφατη μελέτη του Μητρώου Δυσανεξίας στις Στατίνες (Statin Intolerance Registry) από τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας ( NIH ) των ΗΠΑ έδειξε ότι, πολλά άτομα που εκδηλώνουν παρενέργειες μετά την λήψη στατινών, λόγω της επιδείνωσης της ποιότητας ζωής τους επιλέγουν ως εναλλακτική θεραπευτική επιλογή την αυτοθεραπεία.
Όπως διαπιστώθηκε από την μελέτη, το 43,8% των συμμετεχόντων ανέφερε ότι χρησιμοποιεί συμπληρώματα διατροφής για να μειώσει την LDL-C ενώ το 53,2% που λαμβάνει στατίνες δήλωσε ότι χρησιμοποιεί μη συνταγογραφούμενα σκευάσματα ή φάρμακα για την ανακούφιση των επώδυνων μυϊκών συμπτωμάτων.
Τα συνηθέστερα συμπληρώματα διατροφής και μη συνταγογραφούμενα σκευάσματα που αναφέρθηκαν ήταν τα παυσίπονα (31,1%), τα ωμέγα-3 λιπαρά οξέα (28,8%), οι ηλεκτρολύτες (25,9%), η βιταμίνη D (23,0%), το τζίντζερ/σκόρδο (17,6%), το συνένζυμο Q (9,3%), η αγκινάρα (8,3%), το κόκκινο ρύζι (7,0%) και η ομοιοπαθητική (3,3%).
Ένα ενδιαφέρον εύρημα της μελέτης είναι πως η πλειονότητα των ατόμων (57,7%) που επιλέγουν την αυτοθεραπεία ως εναλλακτική θεραπεία για την μείωση της LDL-C είναι γυναίκες μέσης ηλικίας.
Οι κίνδυνοι της αυτοθεραπείας
Παρά την εκτεταμένη χρήση, η μελέτη έδειξε ότι η αυτοθεραπεία δεν συσχετίστηκε με χαμηλότερα επίπεδα LDL-C. Αυτό σημαίνει ότι οι ασθενείς εξακολουθούν να διατρέχουν υψηλό καρδιαγγειακό κίνδυνο, ενώ παράλληλα εκτίθενται σε πιθανές ανεπιθύμητες παρενέργειες και οικονομικό βάρος από σκευάσματα που δεν εμφανίζουν αποδεδειγμένο όφελος.
Επιπλέον, η αυτοθεραπεία συσχετίστηκε με συχνότερες ορθοπεδικές παθήσεις, διαγνώσεις κατάθλιψης, χαμηλότερη ποιότητα ζωής και υψηλότερη ένταση πόνου.
Ο ρόλος των επαγγελματιών υγείας
Σύμφωνα με τους συγγραφείς της μελέτης, η διαχείριση της δυσανεξίας στις στατίνες απαιτεί διαρκή και προσεχτική παρέμβαση από τους επαγγελματίες υγείας. Οι γιατροί και οι φαρμακοποιοί οφείλουν να ενημερώνουν τους ασθενείς – ειδικά τις γυναίκες μέσης ηλικίας – για τους κινδύνους της αυτοθεραπείας και να προτείνουν εναλλακτικές θεραπείες με αποδεδειγμένα οφέλη για τη μείωση της LDL-C.
Με πληροφορίες από το Journal of Clinical Lipidology (JCL).