Ερευνητική ομάδα στο Πανεπιστήμιο του Χιούστον ανακοίνωσε τα πρώτα θετικά αποτελέσματα ενός νέου αντιβιοτικού, με την ονομασία ιβεζαπολστάτη (ibezapolstat), για την αντιμετώπιση της ανθεκτικής λοίμωξης που προκαλεί το συχνά θανατηφόρο υπερ-βακτήριο Clostridioides difficile.
Η μελέτη διεξήχθη σε 15 ιατρικά κέντρα, κυρίως εξωτερικά ιατρεία και νοσοκομεία στις Ηνωμένες Πολιτείες και τα αποτελέσματά της δημοσιεύτηκαν στο The Lancet Microbe.
Τι είναι το C. Difficile
Το C. Difficile (“κλωστηρίδιο το δύσκολο”) είναι ένα Gram θετικό, αναερόβιο βακτηρίδιο που βρίσκεται στο έντερο των ανθρώπων και των ζώων αλλά και στο έδαφος, το νερό και το περιβάλλον.
Η λοίμωξη από C. difficile παραμένει κύρια αιτία θανάτου από γαστρεντερίτιδα στις ΗΠΑ, προκαλώντας περίπου 453.000 λοιμώξεις και 29.300 θανάτους ετησίως. Οι κλινικές εκδηλώσεις της λοίμωξης περιλαμβάνουν υδαρή διάρροια, πυρετό, ναυτία και κοιλιακό άλγος. Οι επιπλοκές μπορεί να περιλαμβάνουν διάρροιες, κοιλιακό άλγος, ψευδομεμβρανώδη κολίτιδα και σε πιο σοβαρές περιπτώσεις τοξικό μεγάκολο, διάτρηση του παχέος εντέρου, σήψη και θάνατο.
Τα τελευταία χρόνια, η λοίμωξη από C. Difficile – μια από τις πιο κοινές λοιμώξεις που σχετίζονται με την υγειονομική περίθαλψη – αποτελεί παγκοσμίως ένα σοβαρό πρόβλημα για τη δημόσια υγεία, με την επιδημιολογία της λοίμωξης να έχει αλλάξει σημαντικά. Σημαντικός παράγοντας κινδύνου που σχετίζεται με την εμφάνιση και τις υποτροπές της λοίμωξης από C. Difficile είναι η αντοχή στα αντιβιοτικά.
Οι θεραπείες πρώτης γραμμής, όπως η βανκομυκίνη και η φιδαξομυκίνη, επιτυγχάνουν ποσοστά κλινικής ίασης 42–71% και 67% αντίστοιχα. Ωστόσο, οι υποτροπές και η αναδυόμενη αντοχή που εμφανίζει το C. Difficile στα αντιβιοτικά καθιστούν επιτακτική την ανάγκη για νέες θεραπευτικές προσεγγίσεις.
Ελπιδοφόρα τα αποτελέσματα των πρώτων κλινικών δοκιμών
Σύμφωνα με τους ερευνητές, τα κλινικά δεδομένα από τις πρώτες δοκιμές δείχνουν ότι η ιβεζαπολστάτη επιτυγχάνει υψηλά ποσοστά αρχικής κλινικής ίασης χωρίς υποτροπή, διατηρώντας την ακεραιότητα της εντερικής μικροχλωρίδας, που σχετίζεται με μειωμένα ποσοστά υποτροπής.
Το αντιβιοτικό στοχεύει επιλεκτικά τα επιβλαβή βακτήρια του C. difficile, ενώ διατηρεί τα ωφέλιμα βακτήρια του εντέρου, όπως τα Bacillota, Bacteroidota και Actinomycetota. Αυτή η επιλεκτική δράση υποστηρίζει την εντερική μικροβιακή ομοιόσταση και μειώνει τον κίνδυνο υποτροπής.
Η θεραπεία ήταν καλά ανεκτή από τους συμμετέχοντες και παρουσίασε προφίλ ασφάλειας συγκρίσιμο με τις τρέχουσες θεραπείες, προσφέροντας μια νέα προοπτική στη θεραπεία των λοιμώξεων από υπερβακτήριο C. difficile.
«Η υποτροπιάζουσα λοίμωξη από C. difficile συνδέεται συχνά με διαταραγμένη εντερική μικροχλωρίδα, με μείωση των ωφέλιμων και αύξηση των παθογόνων βακτηρίων, γεγονός που μειώνει τις αμυντικές δυνατότητες του εντέρου. Η ικανότητα της ιβεζαπολστάτης να αποκαθιστά την ισορροπία της μικροχλωρίδας αποτελεί σημαντικό θεραπευτικό πλεονέκτημα», εξηγεί ο Δρ. Robert L. Boblitt, επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας.
Τα ενθαρρυντικά αποτελέσματα των πρώιμων κλινικών δοκιμών υποστηρίζουν την περαιτέρω αξιολόγηση σε φάση III και την μελλοντική κλινική εφαρμογή του νέου αντιβιοτικού, που θα αναπτυχθεί από την Acurx Pharmaceuticals.