Μια προσέγγιση σε αυτό το πολύ σοβαρό θέμα που απασχολεί τη διεθνή επιστημονική κοινότητα
Για τον νέο κορωνοϊό SARS-CoV-2 και τη σοβαρότατη νόσο COVID-19, λόγω της πολυπλοκότητας των μηχανισμών που ενεργοποιούνται από τον ιό θα πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν διάφοροι παράγοντες προκειμένου να γίνει προσπάθεια κατανόησης της παθοφυσιολογίας της νόσου.
Στην παρούσα ανάλυση θα ασχοληθούμε με κάποιους εξ αυτών των παραγόντων επιχειρώντας με τις ήδη υπάρχουσες ιατρικές γνώσεις και με ελάχιστα καινούργια ερευνητικά δεδομένα μια προσέγγιση σε αυτό το πολύ σοβαρό θέμα που απασχολεί τη διεθνή επιστημονική κοινότητα.
Ως γνωστόν, η πρωτεΐνη Spike (S) στην ακίδα του ιού ενεργοποιεί ένα διευρυμένο δίκτυο κυττάρων, κυτταροκινών, χημειοκινών και πολλών εμπλεκόμενων οδών, το οποίο μοιάζει με πραγματικό ιστό αράχνης, και ως εκ τούτου θα την μετονόμαζα σε «Spider (S)» πρωτεΐνη.
Γνωρίζουμε ότι πιθανώς η πρωτεΐνη Spike (S) του ιού συνδέεται με τον υποδοχέα του μετατρεπτικού ενζύμου ACE2 που βρίσκεται στην επιφάνεια των επιθηλιακών κυττάρων των κυψελίδων του πνεύμονα. Επειδή στους πνεύμονες υπάρχει το μεγαλύτερο ποσοστό (83%) των συνολικών υποδοχέων αυτού του τύπου, η σύνδεση αυτή πιθανώς να επιφέρει τεράστια κινητοποίηση βιολογικών, μεταβολικών και ενδοκρινολογικών οδών και ουσιών, οι οποίες αφορούν σχεδόν όλον τον οργανισμό, και ενδέχεται να μετατρέπει ακόμη και την γονιδιακή έκφραση πολλών ουσιών και κυττάρων.
Για το σύμπλεγμα αυτό και την ενεργοποίησή του, απαραίτητη προϋπόθεση αποτελεί η παρουσία της πρωτεάσης σερίνης TMPRSS2. Σε αυτό το σημείο, ας σημειώσουμε ότι πρόκειται για μία πρωτεάση ανδρογονοεξαρτώμενη, με πολλές δράσεις, η οποία εκφράζεται και στις νεοπλασίες του προστάτη.
Ποιες επιπτώσεις, όμως, επιφέρει η δημιουργία αυτού του συμπλέγματος στην άμυνα του οργανισμού, αλλά και στην ανοσοαπάντηση;
Η παρουσία του ACE2 είναι σημαντική στην προστασία του αναπνευστικού συστήματος από λοιμώξεις και στην αποτροπή φλεγμονών, αλλά ο κυρίαρχος ρόλος του είναι να μετατρέψει την Αγγειοτενσίνη Ι σε Αγγειοτενσίνη ΙΙ. Αυτή η μετατροπή αποτελεί το ενδιάμεσο στάδιο του συστήματος Ρενίνης-Αγγειοτενσίνης-Αλδοστερόνης, το οποίο είναι απαραίτητο για την ομοιόσταση του οργανισμού, και όχι μόνο.
Στην περίπτωση του κορωνοϊού, όπως προαναφέραμε, το πρώτο πράγμα που συμβαίνει μετά την επιμόλυνση, είναι ότι μετά την σύνδεση της Spike (S) με τον ACE2 και την εισβολή του συμπλέγματος στο κυτταρόπλασμα, επέρχεται τεράστια μείωση των επιπέδων ACE2 στην επιφάνεια των επιθηλιακών πνευμονικών κυττάρων.
Αυτό από μόνο του επιφέρει τεράστιες αλλαγές στον οργανισμό διότι ο ACE2, όπως έχουμε προαναφέρει, αποτελεί τον υποδοχέα του μετατρεπτικού ενζύμου Ρενίνης – Αγγειοτενσίνης – Αλδοστερόνης, για την μετατροπή της Αγγειοτενσίνης Ι σε Αγγειοτενσίνη ΙΙ.
Ας δούμε ποια είναι η αναγκαιότητα του συστήματος Ρενίνης – Αγγειοτενσίνης – Αλδοστερόνης (RAAS) στην λειτουργία του οργανισμού για κατανόηση των μηχανισμών.
Το σύστημα Ρενίνης – Αγγειοτενσίνης Ι/ΙΙ – Αλδοστερόνης είναι υπεύθυνο για την διατήρηση της αρτηριακής πιέσεως, για την ομοιόσταση του οργανισμού και την ισορροπία υγρών και ηλεκτρολυτών. Η Αγγειοτενσίνη ΙΙ λειτουργεί σαν ορμόνη, ενώ προκαλεί και σύσπαση των λείων μυϊκών ινών των αγγείων, με στόχο την διατήρηση ή την αύξηση της αρτηριακής πιέσεως.
Επίσης, είναι απαραίτητη για την απελευθέρωση Αλδοστερόνης από τα επινεφρίδια. Η Αλδοστερόνη με την σειρά της προκαλεί την κατακράτηση του απαραίτητου νατρίου, με στόχο την διατήρηση και την αύξηση της αρτηριακής πιέσεως και την απέκκριση του καλίου από τα νεφρά, ώστε να προστατευθεί η καρδιά.
Όμως, η Αγγειοτενσίνη ΙΙ, η οποία μπορεί να μετατραπεί σε Αγγειοτενσίνη ΙΙΙ ή / και 1-7, δρα και ως προφλεγμονώδης κυτταροκίνη. Η δράση της αυτή γίνεται διαμέσου του ενός εκ των δυο υποδοχέων που ενεργοποιεί, του ΑΤ1R.
Το αγγειοτενσινογόνο παράγεται στο ήπαρ και η σύνθεσή του ρυθμίζεται αρνητικά από τη ρενίνη και θετικά από την Αγγειοτενσίνη ΙΙ. Η δημιουργία της Αγγειοτενσίνης ΙΙ ρυθμίζεται από τη δράση της ρενίνης. Η μετατροπή της Αγγειοτενσίνης Ι σε ΙΙ ρυθμίζεται από τον ACE.
Η Αγγειοτενσίνη ΙΙ ενεργοποιεί τους ΑΤ1 και ΑΤ2 υποδοχείς. Αυτοί οι υποδοχείς της αγγειοτενσίνης πιθανώς να είναι 3 τύπων: 1.) υποδοχείς στο ενδοθήλιο των αγγείων που προκαλούν αγγειοδιαστολή, 2.) μυϊκοί υποδοχείς των αγγείων με άγνωστες δράσεις και 3.) αδρενεργικοί υποδοχείς των νεύρων που διαμεσολαβούν στην έκκριση της νορεπινεφρίνης.
Ο άξονας Αγγειοτενσίνη ΙΙ / ΑΤ1 προκαλεί αγγειοσυστολή, δίψα, έκκριση βασοπρεσίνης και αλδοστερόνης, επαναρρόφηση νατρίου, ίνωση, λοίμωξη, αγγειογέννεση, αρτηριοσκλήρυνση και γήρανση των αγγείων. Η Αγγειοτενσίνη ΙΙ έχει επιδράσεις, όπως ο έλεγχος της αρτηριακής πιέσεως, η αύξηση της δίψας και της πόσης νερού, η αδρενεργική διέγερση.
Να σημειώσουμε εδώ ότι ο άξονας Αγγειοτενσίνη ΙΙ-ΑΤR δύναται να ενεργοποιήσει τον μεταγραφικό παράγοντα NF-κB, καθώς και την ΑDAM-17 που παράγει την ώριμη μορφή των προσδετών του υποδοχέα του επιδερμικού αυξητικού παράγοντα «EFGR» και του παράγοντα TNF-a, οι οποίοι αποτελούν διεγέρτες του NF-κB.
Η επαγωγή της ADAM-17 επεξεργάζεται την μεμβρανική μορφή του υποδοχέα IL6RA στην διαλυτή του μορφή, και με την μεσολάβηση του gp130 ακολουθεί ενεργοποίηση του STAT3, σε μια ποικιλία που δεν αποτελεί ανοσοκύτταρα, αλλά ινοβλάστες, επιθηλιακά κύτταρα και ενδοθηλιακά κύτταρα.
Η επιμόλυνση του αναπνευστικού συστήματος με τον SARS-CoV-2 έχει λοιπόν την δυνατότητα να ενεργοποιήσει τόσο τον NF-κB, όσο και τον STAT3, καθώς και τον ενισχυτή IL-6 (IL-6 Amp), προκαλώντας αυτοάνοσες και φλεγμονώδεις ασθένειες.
Ο ενισχυτής IL-6 επάγει χημειοκίνες και προφλεγμονώδεις κυτταροκίνες. Μία εξ αυτών είναι η Ιντερλευκίνη 6. Επιπλέον, επιστρατεύει, στο σημείο της βλάβης, κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος (μυελικά, λεμφικά, μακροφάγα, διεγερμένα Τ-κύτταρα), προς ενδυνάμωση του ενισχυτή της Ιντερλευκίνης 6, σε έναν ελιγμό θετικής ανάδρασης.
Ποιός είναι ο ρόλος και η συμμετοχή των ιντερλευκινών, των χημειοκινών, των διεγερμένων Τ-κυττάρων και της αγγειοτενσίνης, στην περίπτωση της COVID-19;
Για να δοθούν απαντήσεις, θα πρέπει να γίνουν κατανοητοί ο τρόπος παραγωγής, αλληλεπίδρασης, συνέργειας, διέγερσης ή αναστολής αυτών των ουσιών και των κυττάρων, και ο τρόπος υλοποίησης ή τροποποίησης όλης αυτής της κυτταρικής και χημικής επικοινωνίας.
Ο οργανισμός κάθε έμβιου όντος διατηρεί ένα σύστημα οργάνων υπεύθυνο για την άμυνά του, εναντίον οποιουδήποτε εισβολέα. Το σύστημα αυτό αποτελείται από τα πρωτογενή λεμφικά όργανα που είναι ο θύμος αδένας και ο μυελός των οστών, και εντός αυτών παράγονται, διαφοροποιούνται και ωριμάζουν τα λεμφοκύτταρα, μετά από διέγερση που προκαλείται από διάφορους παράγοντες.
Η δεύτερη ομάδα οργάνων είναι οι λεμφαδένες, ο λεμφικός ιστός, οι αμυγδαλές, η σπλήνα κ.ά. Τα αντιγόνα ιστοσυμβατότητας είναι ομάδα πρωτεϊνών που ανευρίσκονται στην επιφάνεια των μακροφάγων, αλλά και άλλων κυττάρων του οργανισμού, τα οποία είναι χαρακτηριστικά σε κάθε άτομο. Τα μακροφάγα αποτελούν αντιγονοπαρουσιαστικά κύτταρα και έχουν την ικανότητα να εκθέτουν στην επιφάνειά τους, τμήματα ενός αντιγόνου που κατέστρεψαν. Αυτά τα τμήματα του αντιγόνου είναι συνδεδεμένα με αντιγόνα ιστοσυμβατότητας. Με αυτόν τον τρόπο, λειτουργούν ως αντιγονοπαρουσιαστικά κύτταρα και ενεργοποιούν βοηθητικά Τ-κύτταρα.
Τα β-λεμφοκύτταρα παρουσιάζουν στην επιφάνειά τους ανοσοσφαιρίνες και όταν συνδεθούν με ένα συγκεκριμένο αντιγόνο διαιρούνται και παράγουν πλασματοκύτταρα και λεμφοκύτταρα μνήμης. Εδώ θα επανατοποθετηθούμε διερευνώντας την εμπλοκή ή την μη ενεργοποίηση των κυττάρων μνήμης.
Τα CD4 T-κύτταρα διαφοροποιούνται σε βοηθητικά Τ-κύτταρα, Th1 και Th2, και πιθανώς η Αγγειοτενσίνη ΙΙ προωθεί την παραγωγή των Th1 κυττάρων, ίσως διαμέσου του Σύστηματος Ουβικουιτίνης – Πρωτεασώματος (UPS).
Το σύστημα RAΑS φαίνεται ότι παίζει ρόλο «κλειδί» στην έναρξη μιας φλεγμονής.
Η Αγγειοτενσίνη ΙΙ είναι μία πολυλειτουργική ορμόνη με εξαιρετικά σημαντικό ρόλο στην ρύθμιση της αρτηριακής πιέσεως, αλλά και στην καρδιαγγειακή ομοιόσταση, διαμέσου των υποδοχέων ΑΤ1R και AT2R.
Από διάφορες έρευνες που έχουν γίνει μέχρι σήμερα, πιθανολογείται ότι οι υποομάδες των Τ-κυττάρων, έχουν ρόλο «κλειδί» στην φλεγμονώδη απάντηση που έχει περιγραφεί σε περιπτώσεις καρδιακής ανεπάρκειας, αρτηριοσκλήρυνσης και υπέρτασης.
Έχει προκύψει, μέσω ερευνών, ότι ο ρόλος της Αγγειοτενσίνης ΙΙ στην ρύθμιση των Τ-κυττάρων (για το μεν Th1 από την Ιντερφερόνη γ και την Ιντερλευκίνη 2, για το δε Th2 από την Ιντερλευκίνη 4 και την Ιντερλευκίνη 10) είναι να προκαλέσει διαφοροποίηση των Th1 διαμέσου των ΑΤ1 υποδοχέων.
Σημειώνουμε, επίσης, ότι η Αγγειοτενσίνη ΙΙ αυξάνει την δράση του πρωτεασώματος στην διαφοροποίηση των Τ-κυττάρων.
Ας κάνουμε μια μικρή αναφορά στο πως αυτό υλοποιείται, ξεκινώντας από τον ρόλο των Τ-κυττάρων και την λειτουργία τους στις ασθένειες, μετά την διέγερσή τους εξ αιτίας της παρουσίασης αντιγόνου από τα δενδριτικά κύτταρα του οργανισμού.
Μέχρι πριν λίγα χρόνια, μόνο ο ρόλος των διεγερμένων Τh1 και Th2 λεμφοκυττάρων ήταν γνωστός. Τα τελευταία χρόνια προσδιορίστηκε η εντυπωσιακή δράση των Τ17 κυττάρων και ο ρόλος τους στο ανοσοποιητικό σύστημα και στην φλεγμονή, καθώς αυτά τα κύτταρα δύνανται να παράγουν Ιντερλευκίνη 17. Οι δράσεις της Ιντερλευκίνης 17 αφορούν πολλούς μηχανισμούς και πολλές ασθένειες, με πιθανή εμπλοκή και στην COVID-19.
Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι η Ιντερλευκίνη 6 η οποία φαίνεται ότι εμπλέκεται στην COVID-19 με εξέχουσα σημασία στην εξέλιξη και βαρύτητα της νόσου και η οποία παράγεται από τα μακροφάγα, αλλά και από τα δενδριτικά κύτταρα, δύναται να προκαλέσει την παραγωγή της Ιντερλευκίνης 17. Το ίδιο δύναται να κάνει και ο TGF-β, ο οποίος στην περίπτωση της COVID-19 φαίνεται να παράγεται σε μεγάλες ποσότητες.
Ένας άλλος παράγοντας που πρέπει να υπογραμμισθεί είναι η υποξία, η οποία παρουσιάζεται στις λοιμώξεις του αναπνευστικού.
Η διαφοροποίηση των Τ-κυττάρων, ώστε να επιτελέσουν διαφορετικές λειτουργίες, επηρεάζεται μερικώς από τις κυτταροκίνες, κατά την στιγμή της αναγνώρισης του αντιγόνου.
Ο παράγων ΗΙF-1, ο οποίος λέγεται Επαγόμενος από την Υποξία Παράγοντας 1 (Hypoxia-Inducible Factor 1), είναι κυρίαρχος παράγων στην ρύθμιση της ισορροπίας μεταξύ της διαφοροποίησης των Tregs κυττάρων και των Th17.
Αυτό αποτελεί σημείο κλειδί σε ορισμένες μεταβολικές τροποποιήσεις, στις διάφορες περιπτώσεις παθολογιών του ανοσοποιητικού συστήματος. Η Ιντερλευκίνη 6, η Ιντερλευκίνη 1, η Ιντερλευκίνη 1β, και ο ΤGF-β, παίζουν κυρίαρχο ρόλο στην διαφοροποίηση των CD4 T-κυττάρων σε Th17 κύτταρα, και κατά συνέπεια οδηγούν σε υπερέκκριση Ιντερλευκίνης 17.
Οι Ιντερλευκίνες 17, 21, 22, GM-CSF και CCL20, φαίνονται να εμπλέκονται σε μία σειρά από φλεγμονώδεις και αυτοάνοσες νόσους, συμπεριλαμβανομένου του συστηματικού ερυθηματώδη λύκου, της πολλαπλής σκλήρυνσης, του άσθματος, της ρευματοειδούς αρθρίτιδας και πολλών άλλων, ακόμη και δερματολογικών νοσημάτων, όπως η ψωρίαση, και ίσως η σαρκοείδωση που είναι αγνώστου αιτιολογίας.
Να σημειώσουμε ότι τα Τ-κύτταρα πιθανώς παράγουν Αγγειοτενσίνη ΙΙ, διότι εντός του κυτταροπλάσματός τους έχουν υποδοχείς ΑΤ1R και έτσι συνεισφέρουν στους μηχανισμούς διεύρυνσης, παράγοντας ενδογενή Αγγειοτενσίνη ΙΙ.
Φαίνεται ότι η υποομάδα Τ-κυττάρων CD4, παράγει λίγο περισσότερη Αγγειοτενσίνη ΙΙ από τα Τ-κύτταρα CD8, και τα Τ-κύτταρα από την σπλήνα, παράγουν σημαντικά λιγότερη Αγγειοτενσίνη ΙΙ από τα κυκλοφορούντα Τ-κύτταρα.
Ένα άλλο θέμα που θα πρέπει να υπογραμμισθεί είναι ότι τα διεγερμένα Τ-κύτταρα με την παραγωγή προφλεγμονωδών παραγόντων και κυτταροκινών, οδηγούν σε διαφοροποίηση μεγαλύτερου αριθμού Τ-κυττάρων, τα οποία, αυξάνοντας τον πληθυσμό τους, συντελούν τόσο στην αύξηση του αριθμού των κυττάρων του ανοσοποιητικού συστήματος, όσο και στην ποσότητα κυτταροκινών και χημειοκινών.
Πολύ σημαντικό βέβαια σημείο είναι η παραγωγή Αγγειοτενσίνης ΙΙ από τον ενδογενή άξονα RAAS (Σύστημα Ρενίνης-Αγγειοτενσίνης-Αλδοστερόνης). Τα διεγερμένα Τ-κύτταρα παράγουν και TNF-a. Να υπογραμμίσουμε επίσης, ότι, από λίγες έρευνες που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια αναφέρεται ότι εντός των Τ-κυττάρων υπάρχει ACE, δηλαδή υποδοχέας μετατρεπτικού ενζύμου της Αγγειοτενσίνης 1, και υποδοχέας της ρενίνης και αγγειοτενσινογόνο.
Ποιες είναι οι λειτουργίες των λεμφοκυττάρων 17;
Τα λεμφοκύτταρα Th17 επιτίθενται στους εισβολείς, κυρίως διαμέσου της πρόκλησης των πολυμορφοπύρηνων, εκεί όπου εξελίσσεται μια φλεγμονή. Πολλές από τις δράσεις αυτών των κυττάρων εξαρτώνται από την Ιντερλευκίνη 17, αν και παράγονται και άλλες κυτταροκίνες. Η Ιντερλευκίνη 17 αποτελείται από 6 κυτταροκίνες, όμως οι ανοσολογικές της δράσεις οφείλονται κυρίως στην Ιντερλευκίνη 17Α.
Είναι πολύ σημαντική η λειτουργία τους στην μη ειδική ανοσοαπάντηση. Η Ιντερλευκίνη 17 προκαλεί μια φλεγμονή που χαρακτηρίζεται από πολυμορφοπύρηνα. Η Ιντερλευκίνη 1 διεγείρει την παραγωγή χημειοκινών και κυτταροκινών που καλούν τα πολυμορφοπύρηνα στην θέση που διεγείρονται τα Τ-κύτταρα. Αυξάνει επίσης την σύνθετη παραγωγή του Παράγοντα Διέγερσης Αποικιών Κοκκιοκυττάρων (G-CSF or GCSF), καθώς και την έκφραση των υποδοχέων.
Καταλήγοντας ας σταθούμε σε ορισμένα σημεία που πιθανώς να διαδραματίζουν κομβικό ρόλο στην εξέλιξη της νόσου και που είναι πολύ δύσκολο κάποιος να μπορέσει να τα καταγράψει και να αναλύσεις του μηχανισμούς τους, μιας και βεβαίως αντιλαμβανόμαστε την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης ύπαρξης και του οργανισμού. Το ζητούμενο είναι να βρεθεί μέσα από την κατανόηση της νέας αυτής ασθένειας και ο τρόπος αποτελεσματικής και ασφαλούς αντιμετώπισής της.
Η ονομασία COVID-19 είναι τα αρχικά των λέξεων COronaVIrus Disease. Η ονομασία SARS-CoV-2 είναι τα αρχικά των Severe Acute Respiratory Syndrome (Σοβαρό Οξύ Αναπνευστικό Σύνδρομο) και CoronaVirus 2.
Το πρώτο που συμβαίνει είναι η σύνδεση της πρωτεΐνης Spike (S) με ACE2, ο οποίος είναι μετατρεπτικό ένζυμο αγγειοτενσίνης και, λόγω της σύνδεσης, οδηγεί σε μείωση του ACE2.
Πρωτεΐνη σερίνη TMPRSS2: ανδρογονοεξαρτώμενη που αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη δημιουργία του συμπλέγματος Spike S ACE2.
Ο ACE2 είναι προστατευτικός στις οξείες βλάβες του πνεύμονα, και όταν μειώνεται, παρουσιάζονται πνευμονικές βλάβες.
Στην COVID-19 υπάρχει πιθανά αύξηση της παραγωγής της Αγγειοτενσίνης ΙΙ, όχι διαμέσου του ACE2, ο οποίος μειώνεται, και αυτή η μείωση διεγείρει την δράση του ACE1.
Η υπερπαραγωγή Αγγειοτενσίνης ΙΙ που συνδέεται με τη δράση του ACE1, διεγείρει τους υποδοχείς της Αγγειοτενσίνης Ι, οι οποίοι λέγονται AGTR1A.
Αυτό οδηγεί στην αυξημένη διαπερατότητα των αγγείων, η οποία προκαλεί και την παθολογία στους πνεύμονες.
Έχοντας υψηλά επίπεδα Αγγειοτενσίνης ΙΙ, διεγείρεται η διαφοροποίηση από τα CD4 λεμφοκύτταρα και τα Th17 λεμφοκύτταρα.
Ταυτόχρονα έχουμε και την αντιγονοπαρουσίαση στα Τ-κύτταρα με παραγωγή Ιντερλευκίνης 6 και Παράγοντα Νέκρωσης Όγκων (TNF), διεγείροντας τα Th17 λεμφοκύτταρα να παράξουν Ιντερλευκίνη 17, και αυτό έχει ως συνέπεια την μεγάλη ποσότητα Th17 λεμφοκυττάρων και Ιντερλευκίνης 17.
Πιθανά σημεία «κλειδιά» για την εξέλιξη της νόσου είναι:
Η μείωση των ACE 2 και η αυξημένη παραγωγή Αγγειοτενσίνης ΙΙ, διαμέσου των ACE και των υποδοχέων ΑΤ1.
Η πιθανή ύπαρξη ενδοκυττάριου συστήματος RAAS, όπως φαίνεται αναφέρεται σε πρόσφατες έρευνες στα ενδοθηλιακά και σε άλλα κύτταρα του οργανισμού, όπου οι υποδοχείς ACE φαίνεται να υπάρχουν διάσπαρτοι σε πάρα πολλά όργανα και κύτταρα.
Η οξεία αντίδραση του οργανισμού, διαμέσου των λειτουργιών των ιστικών μακροφάγων.
Η υπερέκκριση Ιντερλευκίνης 6 και η πιθανή εμπλοκή συνδρόμου μακροφάγων.
Η πιθανή υπερέκκριση Ιντερλευκίνης 2 από τα δενδριτικά κύτταρα.
Η πιθανή πρόκληση Συνδρόμου Υπερέκκρισης Ιντερλευκίνης 6, με την πιθανή εμπλοκή ενεργοποιημένων Τ-κυττάρων Th17 και των μηχανισμών ενίσχυσης, με την συμμετοχή αυξητικών παραγόντων και την ενεργοποίηση των υποδοχέων τους σε κάθε όργανο που εμπλέκεται, ξεχωριστά.
Η εμπλοκή διαφόρων οδών, γνωστών και μη.
Όλα αυτά πιθανολογούνται με τις ήδη υπάρχουσες γνώσεις και τους γνωστούς μηχανισμούς.
Παρή Ράπτη, Ενδοκρινολόγος, www.parirapti.gr