Ο ρόλος της απεικόνισης στην Καρδιο-Ογκολογία

Η αύξηση του αριθμού των ατόμων που ζουν με γνωστά η νεοδιαγνωσμένα νεοπλασματικά νοσήματα, εκτιμώμενη από το National Cancer Institute των ΗΠΑ σε 14.5 εκατομμύρια ανθρώπων το έτος 2014, με αναμενόμενη αύ-ξηση του αριθμού για τα επόμενα 10 χρόνια ανέρχεται σε 19 εκατομμύρια. Τα νεότερα χημικοθεραπευτικά σχήματα φάνηκαν αποτελεσματικά στην επιβράδυνση της εξέλιξης της νόσου και της παράτασης του προσδόκιμου επιβίωσης, όμως η από μακρού γνωστή καρδιοτοξικότητα τους με κύριο εκπρόσωπο τις ανρθακυκλίνες, αλλά και τις νέες στοχευμένες ανοσοθεραπείες, φαίνεται να δημιουργούν παράπλευρες βλάβες «εκτός στόχου» στο καρδιαγγειακό σύστημα. Στη σημερινή πραγματικότητα σε πολλούς από τους επιζώντες καρκινοπαθείς τα καρδιαγγειακά συμβάματα αποτελούν την πρώτη αιτία θνητότητας και θνησιμότητας λαμβανομένου υπόψη ότι οι επιπλοκές από το καρδιαγγειακό εμφανίζονται ενωρίς από την έναρξη της θεραπείας (1). Το γεγονός αυτό επέβαλλε στους καρδιολόγους την έγκαιρη αναγνώριση και αντιμετώπιση των εκδηλώσεων από το κυκλοφορικό ως επιπλοκών από την νόσο per se η των επιπλοκών των θεραπευτικών σχημάτων.

Σημαντικός παράγων στην προσπάθεια αυτή αποτελεί η συμβολή των απεικονιστικών μεθόδων εκτίμησης της καρδιαγγειακής λειτουργίας από τις επιπτώσεις των θεραπευτι-κών επεμβάσεων (χημειοθεραπεία-ανοσοθερα-πεία-ακτινοβολία). Όλες η εν χρήση αναίμακτες διαγνωστικές τεχνικές (Πυρηνικής Καρδιολογίας, Υπερηχοκαρδιολογίας, Αξονικής Τομογραφίας και Μαγνητικής Τομογραφίας της Καρδίας έχουν θέση στην Καρδιοογκολογία. Οι περισσότερες μελέτες επικεντρώνονται στην πρόληψη της συχνότερα παρατηρούμενης επιπλοκής της χημειοθεραπείας που είναι η έκπτωση της λειτουργικότητας της αριστερής κοιλίας, η εγκατάσταση της οποίας αποτελεί ένδειξη καρδιοτοξικοτητας σχημάτων ( CTRCD Cancer Therapeu-tics – Related Cardiac Dysfunction).

H Πυρηνική Καρδιολογία με κύριο εκπρόσωπο την Ραδιοϊσοτοπική κοιλιογραφία, ήταν η πρώτη χρονολογικά απεικονιστική μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε για τη διάγνωση και παρακολούθηση της καρδιοτοξικότητας των χημικοθεραπευτικών σχημάτων (2). Με αξιόπιστο και αντικειμενικό τρόπο μελετήθηκαν παράγοντες δυσλειτουργίας αμφοτέρων των κοιλιών με συ-στολικούς και διαστολικούς δείκτες όπως το κλάσμα εξώθησης, η μέτρηση των όγκων των κοιλοτήτων και η συσπαστική ικανότητα των τοιχωμάτων. Μεταγενέστερα χρησιμοποιήθηκε το σπινθηρογράφημα αιμάτωσης μυοκαρδίου –SPECT- που εκτός του παραδοσιακού ελέγχου της αιμάτωσης του μυοκαρδίου προφέρει σε ταυτόχρονη λήψη την εκτίμηση της λειτουργικότητας με τους προαναφερθέντες δείκτες, με το πρόγραμμα ΗΚΓ/ καθοδηγούμενης λήψης της αιματικής δεξαμενής (gated blood pool SPECT- GBPS-). Τελευταία, οι νέες solid state γ-κάμερα καδμίου-ψευδαργύρου-τελουρίου (CZT) προσφέρουν την ίδια ακρίβεια και αναπαραγωγιμότητα με μικρότερη δόση (10 mCi ) χαμηλή ακτινική επιβάρυνση (2.5 mSv), και βραχύτερο χρόνο απεικόνισης (10 min) (3).

Η Τοπογραφική Εκπομπή Ποζιτρονίων (PET) συνέβαλλε σημαντικά στην μελέτη των καρδιαγγειακών επιπλοκών στην Καρδιοογκολογία, με την εκτίμηση της απόκρισης της χημειοθεραπείας και τη διάγνωση μεταστατικών βλαβών. Μελέτες μεταβολισμού με fluorine-18-fluorodeoxyglucose (18F-FDG)-PET έχουν χρησιμοποιηθεί για την παρακολούθηση της απόκρισης στη θεραπεία πρωτοπαθούς καρδιακής εντόπισης λεμφώματος και στην εκτίμηση μετα-στατικών εντοπίσεων στο περικάρδιο, με τελευταία εξέλιξη τις μελέτες μοριακής απεικόνισης που στοχεύουν στην πρώιμη διαταραχή της καρδιακής λειτουργίας απεικονίζοντας διεργασίες έκπτωσης μεταβολισμού και απόπτωσης σε μοριακό επίπεδο, που προηγούνται των μεταβολών δεικτών συσπαστικότητας του μυοκαρδίου(4). Στα μειονεκτήματα των μεθόδων θα πρέπει να αναφερθεί η ακτινική επιβάρυνση. Όμως η αποδεδειγμένη κλινική αποτελεσματικότητα από την κλινική εφαρμογή των εξετάσεων Πυρηνικής Καρδιολογίας σε σχέση με την τον κίνδυνο από την έκθεση στην ακτινοβολία θα πρέπει να εξετάζεται με κριτικό πνεύμα αφού η έκθεση με την ERNA μελέτη CZT SPECT ( ενεργότητα ρ/φ 10mCi) είναι 10 mSv και ισοδυναμεί με έκθεση στην ακτινοβολία του περιβάλλοντος για 3 με 6 μήνες, της παραδοσιακής Ραδιοϊσοτοπικής κοιλιογραφία(20 mCi) 6 με 12 μήνες και της SPECT-GBPS (10 mCi) 6 μήνες. Παρόλα αυτά η αθροιστική επιβάρυνση θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στα παιδιά αλλά πάντα σε σχέση με το προσδόκιμο επιβίωσης.

Η υπερηχοκαρδιογραφία τέθηκε σε ευρεία κλινική εφαρμογή χρονικά μεθύστερα, έχοντας το πλεονέκτημα της ευρείας διαθεσιμότητας, φτηνής εφαρμογής και της μη έκθεσης στην ακτινοβολία αλλά με τον περιορισμό της υποκειμενικότητας και των τεχνικά δυσχερών απεικονίσεων σε ορισμένες περιπτώσεις. Οι κλασσικές της εφαρμογές της δισδιάστατης διαθωρακικής υπερηχοκαρδιογραφία στην εκτίμηση των α-σθενών πριν και μετά την εφαρμογή χημικοθεραπευτικών σχημάτων αναφέρονται στους αλγόριθμους διαγνωστικής προσπέλασης της καρδιοτοξικότητας. Με τις νεότερες τεχνικές ιδιαίτερα των δεικτών παραμόρφωσης ο δείκτης σφαιρικής επιμήκους παραμόρφωσης (GLS) χρησιμοποιείται στην κλινική πράξη από τους περισσότερους παρέχοντας πληροφορίες πρώιμης έκπτωσης της συσταλτικότητας του μυοκαρδίου. Η 3D υπερηχοκαρδιογραφία απεικόνισης των μεταβολών των όγκων και της λειτουργικότητας των δεξιών και αριστερών κοιλοτήτων εμφανίζεται πλέον αξιόπιστη των παραδοσιακών τρόπων υπερηχοκαρδιογραφία, ενώ η υπερηχοκαρδιογραφιας αντίθεσης και η δυναμική υπερηχογραφία συνέβαλλαν στην εκτίμηση καρκινοπαθών με ενδιάμεση προς υψηλή pre-test πιθανότητα στεφανιαίας νόσου που πρόκειται να υποβληθούν σε χημειοθεραπεία σε ασθενείς που ήδη παρουσιάζουν ενδείξεις καρδιοτοξικότητας (5,6).

Η αξονική στεφανιογραφία CTA ανήκει στις νεότερες διαγνωστικές μεθόδους που βρήκαν κλινική εφαρμογή σε ασθενείς που υποβάλλονται σε χημειοθεραπεία για τον έλεγχο πιθανής η γνωστής στεφανιαίας νόσου σε συνδυασμό με αλγόριθμους ταυτόχρονης μελέτης λειτουργικότητας αλλά και λειτουργικής επίπτωσης των ανατομικών στενώσεων με FFRCT.
Από τις πρώτες καλά τεκμηριωμένες δημοσιευμένες μελέτες με CTA σε καρκινοπαθείς με συνδυασμένη χημειοθεραπεία με cisplatin και ακτινοθεραπεία, έδειξε ότι ο απόλυτος κίνδυνος για καρδιαγγειακό επεισόδιο στην εικοσαετία μετά την χορήγηση τους αυξάνονταν κατά 8%. Ομοίως και η αύξηση του κινδύνου αιφνίδιου θανάτου από υπερπλασία των στεφανιαίων αγγείων έχει αναφερθεί σε καρκινοπάθειας μετά από χημειοθεραπεία (7).

Κατά συνέπεια ο έλεγχος του αθηρωματικού φορτίου των στεφανιαίων αγγείων, συμπτωματικών αλλά και ασυμπτωματικών αποτελεί το καλύτερο μεμονωμένο διαγνωστικό κριτήριο της πρόγνωσης και διαστρωμάτωσης του κινδύνου αυτών των ασθενών. Τέλος θα πρέπει να γίνει μνεία της χρησιμότητας της αξονικής τομογραφίας πνευμονικής αρτηρίας και κλάδων στη συχνή σε καρκινοπαθείς πνευμονική εμβολή ως παρανεοπλασματική εκδήλωση.
Η μαγνητική τομογραφία της καρδίας θεωρείται από πολλούς ως η ταχύτερα εξελισσόμενη απεικονιστική μέθοδος και έχει χαρακτηριστεί από την AHA/ACC ιδιαίτερα χρήσιμη στην αναγνώριση της πρόκλησης δυσλειτουργίας της καρδίας από την χημειοθεραπεία. Παρέχει αξιόπιστες και αναπαραγωγικές μετρήσεις των δεικτών απόδοσης αριστερής και δεξιάς κοιλίας, των όγκων, των δομών, με ιδιαίτερο πλεονέκτημα τον χαρακτηρισμό ιστών και την αναγνώριση μυοκαρδιακής βλάβης η ίνωσης.

Δεν θα πρέπει να παροράται η πιθανή επίπτωση των έντονων μαγνητικών πεδίων κατά την κλινική εφαρμογή της μαγνητικής τομογραφίας στη δομή του DNA των έμμορφων συστατικών του αίματος όπως και η ενδεχόμενη βλάβη από την εναπόθεση βαρέων μετάλλων (Gd) στην ωχρά σφαίρα και τον οδοντωτό πυρήνα από επανειλημμένες απεικόνισης με πρωτόκολλο καθυστερημένης ενίσχυσης , που απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή σε παιδιά με λεμφώματα (9,10).
Στις εξελισσόμενες κλινικές και ερευνητικές εφαρμογές των πιο πάνω απεικονιστικών μεθόδων αναφέρεται η αναγνώριση της υποκλινικής μορφής δυσλειτουργίας της αριστερής κοιλίας, με την απεικόνιση δεικτών που προδικάζουν την επερχόμενη καρδιακή ανεπάρκεια και ως εκ τούτου βοηθούν στην προσαρμογή του θεραπευτικού σχήματος .

Μέχρι πριν λίγο καιρό η μέτρηση του κλάσματος εξώθησης της αριστερής κοιλίας προ της έναρξης θεραπείας και πριν από κάθε επακόλουθη χορήγηση ανρθρακυκλινών η trastuzumab χρησίμευε ως δείκτης καρδιοτοξικοτητας. Μείωση του ΚΕ <50-55% παρατηρήθηκε ότι συνοδευόταν από αύξηση των καρδιαγγειακών συμβαμάτων κατά 10-12% στην 12μηνη παρακολούθηση. Δυστυχώς η διαπίστωση και μόνο της μεταβολής του ΚΕ μετά την θεραπεία με ανρθακυκλίνες, έχει σηματοδοτήσει την ανεπιστρεπτή εγκατάσταση καρδιακής ανεπάρκειας γι αυτό και επιδιώκεται η αναγνώριση των πρωίμων διαταραχών της λειτουργικότητας της αριστερής κοιλίας (11).

Οι δείκτες διαστολικής λειτουργίας από τις υπερηχοκαρδιογραφικές μελέτες, έχουν δείξει ότι παρά το ότι οι διαταραχές της διαστολικής λειτουργίας, όπως εκτιμώνται με δείκτες Doppler της μιτροειδής ροής και με το κύμα e′ του pulsed DTI, προηγούνται των δεικτών συστολικής δυσλειτουργίας, στην πράξη δεν μπορούν να τεκμηριώσουν τον ρολό τους στην πρώιμη εμφάνιση σημείων καρδιοτοξικότητας από τα χημειοθεραπευτικά σχήματα. Μεγαλύτερη αποδοχή εμφανίζουν οι δείκτες ιστικής παραμόρφωσης με DTI η 2D STE με την χρήση του global longitudinal strain (GLS) όπου μεταβολή των τιμών >8% κατά την προ και μετά τη θεραπεία μέτρηση αποτελεί ένδειξη της υποκλινικής μορφής δυσλειτουργίας (12).

Η απεικόνιση στοχευμένων μοριακών διεργασιών που χαρακτηρίζουν την διαταραχή η νέκρωση σε κυτταρικό επίπεδο, αποτελούν σήμερα την πλέον αξιόπιστη προσέγγιση της πρώιμης καρδιοτοξικότητας κατά τη θεραπεία του καρκίνου.
Με βάση τις τεχνικές μοριακής απεικόνισης της πυρηνικής ιατρικής σε σύζευξη με τεχνικές ανατομικού ελέγχου- αξονική τομογραφία ή μαγνητική τομογραφία- επιχειρείται:

α) η στόχευση υποδοχέων των διεργασιών νέκρωσης και απόπτωσης, β) ο εντοπισμός δεικτών φλεγμονής, γ) η παρακολούθηση της διαδικασίας μεταβολισμού.
Η απεικόνιση της βλάβης η/και νέκρωσης των μυοκαρδιακών κυττάρων έχει επιτευχθεί και με τη χρήση του ανοσοσπινθηρογραφικού ιχνηθέτη 111In-antimyosin SPECT. Η αυξημένη καθήλωση του στο μυοκάρδιο μετά από θεραπεία σε καρκίνο του μαστού με ανρθακυκλίνες συνοδεύ-ετο από μεταβολές του ΚΕ (13). Η Annexin-V ε-χει την δυνατότητα πρόσδεσης σε ιχνηθέτη 99m Tc SPECT η σε νανοσωματίδια οξειδίου του σιδηρού η σε λιποσωμάτια με Gd του MRI, η σε εκπομπους PET και έχει χρησιμοποιηθεί για την ανίχνευση του κυτταρικού θανάτου in vivo οφειλόμενου και σε βλάβη του μυοκαρδίου που α-φορά τη χημειοθεραπεία με Doxorubicin (14).

Η απεικόνιση της φλεγμονώδους βλάβης στα καρδιακά μυοκύτταρα που προκαλεί ρήξη της κυτταρικής μεμβράνης και αποδέσμευση των βαρέων αλύσσων μυοσίνης που οδηγεί σε απόπτωση των μυοκυτταρων και σε απώτερη δυσλειτουργία της αριστερής κοιλίας, είναι το αποτέλεσμα καρδιοτοξικής δράσης των ανθρακυκλινων.
Σχετικές δημοσιεύσεις παρέχουν στοιχεία για την άμεση επισήμανση με 111In της TRASTUZUMAB (111In-Tz) SPECT, θεραπείας με άμεση επίδραση στα αυξημένα επίπεδα του hu-man epidermal growth factor receptor 2 (HER2), ανιχνεύει την καρδιοτοξικότητα.

Ο έλεγχος των διεργασιών μεταβολισμού και της συμπαθητικής εννεύρωσης σε κυτταρικό επίπεδο έχει μελετηθεί κυρίως με απεικόνιση με PET και F-18fluorodeoxyglucose (FDG), SPECT και την Μαγνητική φασματογραφία ( Magnetic resonance spectroscopy (MRS). Σε προκλινικές αναδρομικές μελέτες αύξηση της συγκέντρωσης του F-18 FDG στην καρδιά έχει συσχετιστεί με πρωιμα σημεία καρδιοτοξικότητας. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν ευρήματα που συσχετίζουν την δόση της ακτινοθεραπείας με αυξημένη καθήλωση F-18 FDG ως ένδειξη μυοκαρδιακής βλάβης επαγόμενης από την ακτινοβολία (15).
Ο έλεγχος του μεταβολισμού των λιπαρών οξέων με SPECT και ιχνηθέτη BMIPP (123I-betamethyl-p-iodophenyl pentadecanoic acid) έχει μετρηθεί σε άτομα υπό θεραπεία με κυτταροστατικά φάρμακα.

Ο μηχανισμός που παραβλάπτουν οι Taxanes και απεικονίζεται με το SPECT εντοπίζεται στο μικροσωληναριακό σύστημα μεταφοράς στα καρδιομυοκύτταρα και δημιουργεί ελάττωση στην αποθήκευση και β-οξείδωση λιπαρών οξέων ως ενεργειακών πόρων στα μιτοχόνδρια
Οι Saito και συν. (16) έδειξαν μειωμένη καθήλωση του 123I-BMIPP σε ασθενείς με επηρεασμένο ΚΕ σε δοσοεξαρτόμενη χορήγηση ταξάνων και καρβοπλατίνης σε ασθενείς με καρκίνο του μαστού του πνεύμονα και των ωοθηκών.
Η απεικόνιση με 123I-metaiodobenzylguanidine (123I-MIBG) SPECT αποτελεί μια πολλά υποσχόμενη διαγνωστική τεχνική για την διάγνωση της πρώιμης μυοκαρδιακής βλάβης των ανθρακυκλίνων και ως εκ τούτου την αναγνώριση ασθενών με υψηλό κίνδυνο εμφάνισης καρδιοτοξικότητας κατά τη θεραπεία τους.
Η επαγόμενη από την χημειοθεραπεία μυοκαρδιοπάθεια ενεργοποιεί ένα αντιρροπιστικό μηχανισμό που αυξάνει την αδρενεργική δραστηριότητα και την δραστηριότητα ρενίνης –αγγειοτενσίνης.
Σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια (ΚΑ) αυξάνεται η έκκριση νορεπινεφρίνης (ΝΕ) προκαλείται εξάντληση των αποθεμάτων της και επέρχεται αυτορύθμιση σε μειωμένο βαθμό του of human NE transporter (hNET1). Το 123I-MIBG ανάλογο της ΝΕ παρακολουθεί τη διαδικασία αυτή χωρίς στο τέλος να μεταβολίζεται όπως η ΝΕ.

Αυτό επιτρέπει την καθήλωση του στις συναπτικές σχισμές της προσαγωγούοδού της συμπαθητικής νεύρωσης της καρδιάς και μετράται ολόγος καθήλωσης προς ταυτο του μεσοθωράκιου . . is a norepinephrine. Ελαττωμένη καθήλωση στην καρδιά με λόγο Η/Μ (Heart /Mediastinym) <1.6 σημαίνει ελαττώμενη καθήλωση στη προσυναπτική σχισμή και εγκατάσταση ΚΑ με το μηχανισμό που περιγράφηκε.
Οι Carrió και συν. [17] δημοσίευσαν αποτελέσματα από τη δοσοεξαρτώμενη από ανθρακυκλίνες μειωμένη 123I-MIBG πρόσληψη και την στατιστικά σημαντική θετική συσχέτιση με τη μείωση του ΚΕ καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η μείωση του λόγου Η/M συσχετίζεται με την χορηγούμενη αθροιστική δόση των ανθρακυκλινών.

Η μαγνητική φασματογραφία παρέχει άμεσες μετρήσεις βιοχημικών διεργασιών στις οποίες συμμετέχουν phosphorous (31P), hydrogen (1H), carbon (13C), sodium (23Na), nitrogen (15N), and fluorine (19F).
Προκλινικές μελέτες με 31P παρέχουν εκτίμηση της καρδιοτοξικότητας της doxorubicin-related με έλεγχο της παθολογικής παραγωγής και κατανάλωσης ATP.
Η μέθοδος είναι ακόμη σε διερευνητικό στάδιο και αναμένονται κλινικές μελέτες που θα επιβεβαιώσουν τη χρησιμότητα της μεθόδου Currently.


Συμπερασματικά


Η καρδιοτοξικότητα αποτελεί την κυριότερη παρενέργεια των χημειοθεραπευτικών σχημάτων, με τη μεταβολή του ΚΕ να είναι το πλέον αξιόπιστο κριτήριο της παρενέργειας.
Όλες η εν χρήση αναίμακτες απεικονιστικές τεχνικές προσφέρουν τη δυνατότητα παρακολούθησης των μεταβολών του ΚΕ και ως εκ τούτου της ασφαλούς συνέχισης της θεραπείας.

Η συνεργασία καρδιολόγων και ογκολόγων στρέφεται στην αξιοποίηση των κλινικών εφαρμογών της μοριακής απεικόνισης της πρώιμης κυτταρικής βλάβης που προκαλεί η χημειοθεραπεία, με τις νεότερες εξετάσεις Πυρηνικής Καρδιολογίας και Μαγνητικής Τομογραφίας της καρδιάς να κατέχουν κυρίαρχη θέση στην αναγνώριση και πρόληψη της υποκλινικής μορφής της καρδιοτοξικότητας και στην μείωση της θνητότητας και θνησιμότητας των ασθενών.

Βιβλιογραφία

  1. DeSantis CE, Lin CC, Mariotto AB, et al Cancer treatment and survivorship statistics, 2014. CA Cancer J Clin 2014;64:252-71.

2.Alexander J, Dainiak N, Berger HJ, et al Serial assessment of doxorubicin cardiotoxicity with quantitative radionuclide angiocardi-ography. N Engl J Med 1979;300:278-83.

3.Jensen MM, Schmidt U, Huang C, Zerahn B. Gated tomographic radionuclide angi-ography using cadmium-zinc-telluride de-tector gamma camera; comparison to tradi-tional gamma cameras. J Nucl Cardiol 2014;21:384-96

4.Carmen D’Amore, Paola Gargiulo, Stefania Paolillo, Angela Maria Pellegrino, Tiziana Formisano, Antonio Mariniello, Giuseppe Della Ratta, Elisabetta Iardino, Marianna D’Amato, Lucia La Mura, Irma Fabiani, Flavia Fusco, Pasquale Perrone Filardi Nuclear im-aging in detection and monitoring of cardio-toxicity World J Radiol 2014 July 28; 6(7): 486-492

5.Plana JC, Galderisi M, Barac A, et al. Expert consensus for multimodality imaging evalu-ation of adult patients during and after can-cer therapy: a report from the American So-ciety of Echocardiography and the European Association of Cardiovascular Imaging. Eur Heart J Cardiovasc Imaging 2014;15:1063-93.

6.Lancellotti P, Nkomo VT, Badano LP, et al. Expert consensus for multi-modality imag-ing evaluation of cardiovascular complica-tions of radiotherapy in adults: a report from the European Association of Cardiovascular Imaging and the American Society of Echo-cardiography. Eur Heart J Cardiovasc Imag-ing 2013;14:721-40.

7.van Nimwegen FA, Schaapveld M, Cutter DJ, et al. Radiation Dose-Response Relationship for Risk of Coronary Heart Disease in Survivors of Hodgkin Lymphoma. J Clin On-col 2016;34:235-43.

8.Hundley WG et al. ACCF/ACR/AHA /NASCI/SCMR 2010 expert conscensus document on cardiovascular MRI. A report of the ACCF JACC 2010: 55:2614-62

9.Fiechter M, Stehli J, Fuchs TA, Dougoud S, Gaemperli O, Kaufmann PA. Impact of car-diac magnetic resonance imaging on human lymphocyte DNA integrity. Eur Heart J 2013;34:2340-5.

10.Vasu S, Hundley WG. Understanding cardio-vascular injury after treatment for cancer: an overview of current uses and future direc-tions of cardiovascular magnetic resonance. J Cardiovasc Magn Reson 2013;15:66. (59

11.Cardiovascular imaging in cardio-oncology Amir Abbas Mahabadi1, Christoph Rischpler2 Journal of Thoracic Disease. All rights reserved. jtd.amegroups.com J Thorac Dis 2018;10(Suppl 35):S4351-S4366

12.Zamorano JL, Lancellotti P, Rodriguez Munoz D, et al. 2016 ESC Position Paper on cancer treatments and cardiovascular toxicity de-veloped under the auspices of the ESC Com-mittee for Practice Guidelines: The Task Force for cancer treatments and cardiovas-cular toxicity of the European Society of Car-diology (ESC). Eur Heart J 2016;37:2768-801

13.Carrió I, Lopez-Pousa A, Estorch M, Duncker D, Berná L, Torres G, de Andrés L. Detection of doxorubicin cardiotoxicity in patients with sarcomas by indium-111-antimyosin monoclonal antibody studies. J Nucl Med 1993; 34: 1503-1507

14.Gabrielson KL et al. Detection of dose re-sponse in chronic Doxorubicinn- mediated cell daeath with cardiac 99m Tc annexin-V SPECT. Mol. Imaging 2008 :7:132-8

15.Evans JD, Gomez DR, Chang JY, et al. Cardiac 18F-fluorodeoxyglucose uptake on positron emission tomography after thoracic stereotactic body radiation therapy. Radiother Oncol 2013;109:82-8.

16.Saito K, Takeda K, Okamoto S, et al. Detection of doxorubicin cardiotoxicity by using iodine-123 BMIPP early dynamic SPECT: quantitative evaluation of early abnormality of fatty acid metabolism with the Rutland method. J Nucl Cardiol 2000;7:553–61.3I-BMIPP

17.Carrió I, Estorch M, Berná L, López-Pousa J, Tabernero J, Torres G. Indium-111-antimyosin and iodine-123-MIBG studies in early assessment of doxorubicin cardiotoxicity. JNucl Med 1995; 36: 2044-2049

Επιμέλεια: ΙΩΑΝΝΗΣ Β. ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ, Καρδιολόγος, Διευθυντής Δ’ Καρδιολογικής Κλινικής Ph.D, FESC, FACC
,Υποναύαρχος –Ιατρός ΠΝ εα
Αν. Διευθυντής Σύνταξης Ελληνικής Καρδιολογικής Επιθεώρησης

Πηγή: http://www.hellenicjcardiol-gr.gr/index.php/hjc/article/view/332

Περισσότερα Άρθρα

Σχετικά Άρθρα

Νέες Δημοσιεύσεις

Η τεχνητή νοημοσύνη αξιολογεί τον καρδιαγγειακό κίνδυνο κατά τη διάρκεια αξονικής τομογραφίας

Η απεικονιστική μέθοδος που μετρά το ασβέστιο στις αρτηρίες και τα μεγέθη των θαλάμων της καρδιάς και του καρδιακού μυός θα μπορούσε να εντοπίσει...

Σε ποιες περιπτώσεις οι γιατροί αποφασίζουν την εισαγωγή του ασθενή σε ΜΕΘ

Αυστηρά και πολύ συγκεκριμένα είναι τα κριτήρια εισαγωγής ασθενών σε ΜΕΘ, σύμφωνα με κείμενο που συνέταξε η Επιτροπή ΜΕΘ και υπέγραψε ομοφώνως το 2020...

Εμβόλια: Ποια λοιμώδη νοσήματα αντιμετωπίζονται

Ασπίδα αποτελεί ο εμβολιασμός έναντι των λοιμωδών νοσημάτων τονίστηκε ε εκδήωση της Ελληνικής Πνευμονολογικής Εταιρείας (ΕΠΕ), της Ελληνικής Εταιρείας Λοιμώξεων και της Ελληνικής Παιδιατρικής Εταιρείας, με...

Ετικέτες