Η πιθανή σχέση μεταξύ Καρδιαγγειακών Νοσημάτων (ΚΑΝ) και 25(OH)D στηρίχτηκε σε προκλινικά δεδομένα από άμεσες δράσεις της βιταμίνης D σε ενδοθήλιο και μυοκάρδιο μέσω VDR1.Πειράματα σε ζωικά (VDR) knock-out μοντέλα και κυτταρικές σειρές έδειξαν ότι η βιταμίνη D εμπλέκεται στην πρόσληψη της χοληστερόλης, έχει αντιφλεγμονώδεις δράσεις, αλληλεπιδρώντας με το σύστημα ρενίνης-αγγειοτενσίνης-αλδοστερόνης και την παραθορμόνη και αποτρέπει την ίνωση, μέσω καταστολής μεταλλοπρωτεινασών και FGF-23 (2,3).
Αρκετές μελέτες παρατήρησης (προοπτικές ή cross-sectional) έδειξαν συσχέτιση μεταξύ επιπέδων 25(OH)Dκαι καρδιαγγειακού κινδύνου, κυρίως ΑΕΕ, εμφράγματος μυοκαρδίου, καρδιακής ανεπάρκειας και καρδιαγγειακής θνησιμότητας (2). Οι ισχυρότερες ενδείξεις προέρχονται
από μελέτες Μενδελιανής τυχαιοποίησης (4) και από αναφορές περιπτώσεων σε παιδιά με ραχίτιδα (1),στις οποίες αναστράφηκε η υπερτροφία της αριστερής κοιλίας και αποκαταστάθηκε η καρδιακή ανεπάρκεια με τη χορήγηση βιταμίνης D.Ανάλογα ευρήματα αναφέρθηκαν και σε μελέτες αναπλήρωσης με βιταμίνη D σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια (2). Ωστόσο, οι κλινικές μελέτες παρέμβασης για την πρόληψη της ΚΑΝ είναι στην πλειονότητά τους αρνητικές (5). Οι μετα-αναλύσεις των τυχαιοποιημένων μελετών παρέμβασης, για εκβάσεις όπως υπέρταση, ενδοθηλιακή δυσλειτουργία, ΑΕΕ, ΕΜ ή καρδιαγγειακή θνησιμότητα δε συμφωνούν πάντα (2,3,5). Έως πρόσφατα οι τυχαιοποιημένες μελέτες παρέμβασης ήταν μικρής κλίμακας χωρίς να στοχεύουν σε ομάδες υψηλού κινδύνου (π.χ. ασθενείς με εγκατεστημένη ΚΑΝ και έλλειψη βιταμίνης D)(6)και επομένως δεν ήταν δυνατό να εξαχθούν οριστικά συμπεράσματα. Μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων της VITAL (τυχαιοποιημένη διπλά τυφλή μελέτη πρωτογενούς πρόληψης καρδιαγγειακής νόσου και καρκίνου) ενισχύεται η άποψη ότι η χρόνια λήψη μεγάλων δόσεων (2000 ΙU ημερησίως) βιταμίνης D για σημαντικό χρονικό διάστημα (5 χρόνια) δεν έχει αποτέλεσμα στην πρωτογενή πρόληψη της καρδιαγγειακής νόσου
7 ΣΥΣΤΑΣΗ: Δεν προτείνεται η αναπλήρωση με βιταμίνη Dμε στόχο την πρόληψη ή τη θεραπεία της καρδιαγγειακής νόσου.Τα δεδομένα που προέρχονται από μελέτες παρατήρησης και τυχαιοποιημένες μελέτες παρέμβασης είναι αντικρουόμενα. Επομένως,όπως και για το γενικό πληθυσμό και ανάλογα με την ηλικία >800 IU ημερησίως αθροιστικά από την έκθεση στον ήλιο, τη διατροφή ή τα διατροφικά συμπληρώματα είναι η προτεινόμενη απαιτούμενη ποσότητα βιταμίνης D, ώστε να μην παρατηρείται έλλειψη βιταμίνης D. Δεν συνιστάται η αναπλήρωση σε άτομα με επάρκεια βιταμίνης D για πρόληψη ή θεραπεία της νόσου.
Βιβλιογραφία:
1. YilmazO, OlgunH, CiftelM, etal.Dilated cardiomyopathy secondary torickets-relatedhypocalcaemia: eight casereports and a review ofthe literature. CardiolYoung. 2015;25
(2):261–2662. Pilz S, Rutters F, Dekker JM .Diseases prevention: vitamin Dtrials. Science2012;338(6109):8833. Norman PE, Powell JT. Vitamin D and cardiovascular diseases.Circ Res2014; 114(2):379–3934. Wang TJ, Zhang F, Richards JB et al Common genetic determinants ofvitaminDinsufficiency: a genome-wide association study. Lancet2010; 376(9736):180–1885. Ford JA, MacLennan GS, Avenell A, et al. diseases and vitamin D supplementation:trialanalysis, systematicreview, and meta-analysis.Am J Clin Nutr2014; 100
(3):746–7556. Pilz S, Gaksch M, O’Hartaigh B, et al. Therole of vitamin Ddeficiency in cardiovasculardiseases: Wheredo we stand in 2013? ArchToxicol. 2013; 87(12):2083–21037. Manson JE, Cook NR, Lee M et al. Vitamin D Supplements and Prevention of Cancer andCardiovascular Disease. N Engl J Med. 2019 Jan 3;380(1):33-44
Επιμέλεια-Συγγραφή: Καλλιόπη Κώτσα, Επίκουρη Καθηγήτρια Ενδοκρινολογίας, Τμήμα Ενδοκρινολογίας, Διαβήτη και Μεταβολισμού-Α΄Παθολογική Κλινική Νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ, Θεσσαλονίκη