Εκτίμηση του όγκου παλμού και της επιφάνειας αορτικής βαλβίδας σε ασθενείς με στένωση αορτικής βαλβίδας: Μια σύγκριση της ηχωκαρδιογραφίας έναντι της μαγνητικής τομογραφίας καρδιάς

Στη στένωση της αορτικής βαλβίδας (AS), η ακριβής μέτρηση του όγκου παλμού της αριστερής κοιλίας (SV) είναι απαραίτητη για τον υπολογισμό της επιφάνειας της αορτικής βαλβίδας (AVA) και την εκτίμηση της κατάστασης ροής. Οι τρέχουσες κατευθυντήριες οδηγίες της Αμερικανικής Εταιρείας Ηχωκαρδιογραφίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης Καρδιαγγειακής Απεικόνισης υποδηλώνουν ότι οι μετρήσεις του χώρου εξόδου της αριστερής κοιλίας (LVOTd) σε διαφορετικά επίπεδα (στο δακτύλιο έναντι 5 ή 10 mm παρακάτω) αποδίδουν παρόμοιες μετρήσεις SV και AVA. Ο στόχος αυτής της μελέτης ήταν να εκτιμήσει την επίδραση της θέσης της μέτρησης του LVOTd στην ακρίβεια των SV και AVA που μετρήθηκαν στη διαθωρακική ηχωκαρδιογραφία (TTE) σε σύγκριση με τη μαγνητική τομογραφία καρδιάς (CMR). 
106 ασθενείς με AS υποβλήθηκαν τόσο σε TTE όσο και σε CMR. Το SV εκτιμήθηκε με TTE χρησιμοποιώντας την εξίσωση συνέχειας με μετρήσεις LVOTd σε τέσσερις θέσεις: στο δακτύλιο και 2, 5 και 10 mm κάτω από το δακτύλιο. Το SV προσδιορίστηκε επίσης σε CMR χρησιμοποιώντας ακολουθία phase contrast στην αορτή (SVCMR-PC). Ένα υβριδικό AVACMR-PC υπολογίστηκε διαιρώντας το SVCMR-PC με το ολοκλήρωμα ταχύτητας-χρόνου της αορτικής βαλβίδας από το ΤΤΕ Doppler. Πραγματοποιήθηκε σύγκριση μεταξύ των μεθόδων χρησιμοποιώντας ανάλυση Bland-Altman.
Σε σύγκριση με τη μέθοδο αναφοράς της ακολουθίας phase contrast σε CMR για τον υπολογισμό των SVCMR-PC και AVACMR-PC (SVCMR-PC 83 ± 16 mL, AVACMR-PC 1,27 ± 0,35 cm2), η καλύτερη συμφωνία επιτεύχθηκε με τη μέτρηση του LVOTd στο δακτύλιο ή 2 mm χαμηλότερα (p = NS), ενώ η μέτρηση 5 και 10 mm χαμηλότερα από τον δακτύλιο είχε ως αποτέλεσμα σημαντική υποεκτίμηση των SV και AVA έως και 15,9 ± 17,3 mL και 0,24 ± 0,28 cm2, αντίστοιχα (p <0.01 για όλα). Η ακρίβεια της μεθόδου για την ταξινόμηση της  χαμηλής ροής αορτική στένωση ήταν υψηλότερη σε μετρήσεις στο δακτύλιο (86%) και 2 mm χαμηλότερα (82%), ενώ σε μέτρησεις 5 και 10 mm χαμηλότερα από τον δακτύλιο η ακρίβεια ήταν σημαντικά χαμηλότερη  (69% και 61%, αντίστοιχα, p <0.001).
Συμπερασματικά η μέτρηση του LVOTd στο δακτύλιο ή πολύ κοντά σε αυτό παρέχει τις πιο ακριβείς μετρήσεις του SV και του AVA, ενώ η μέτρηση του LVOTd 5 ή 10 mm χαμηλότερα υποεκτιμά σημαντικά αυτές τις παραμέτρους και οδηγεί σε σημαντική υπερεκτίμηση της σοβαρότητας της αορτικής στένωσης και του επιπολασμού της κατάστασης μειωμένης ροής.


J Am Soc Echocardiogr 2020 Aug;33(8):953-963 doi: 10.1016/j.echo.2020.03.020

Επιμέλεια σύνταξης:

Ιωάννης Ντάλας, Καρδιολόγος, Γ.Ν. Άρτας

Κωνσταντίνος Κατωγιάννης, Καρδιολόγος, Π.Γ.Ν. «Αττικόν»

Ηλίας Καραμπίνος, Καρδιολόγος, Ευρωκλινική (Αντιπρόεδρος Ο.Ε.)

Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος, Καρδιολόγος, Νοσ. Ερυθρός Σταυρός (Πρόεδρος Ο.Ε.)

Περισσότερα Άρθρα

Σχετικά Άρθρα

Νέες Δημοσιεύσεις

Eπικίνδυνες oι επεμβάσεις έναν χρόνο μετά από καρδιακή προσβολή ή εγκεφαλικό

Τι δείχνει αναδρομική μελέτη κοόρτης στο Νότιγχαμ με επικεφαλή Έλληνα επιστήμονα. Οι ασθενείς έρχονται αντιμέτωποι με  αυξημένο κίνδυνο μετεγχειρητικής θνησιμότητας για περίπου ένα έτος μετά...

Τα λιποκύτταρα βοηθούν στην αποκατάσταση των κατεστραμμένων νεύρων

Ερευνητές στο Ιατρικό Κέντρο του Πανεπιστημίου της Λειψίας ανακάλυψαν ότι τα κύτταρα Schwann λαμβάνουν κρίσιμη υποστήριξη για την αποκατάσταση των νεύρων από τον λιπώδη...

Η χορήγηση πιταβαστατίνης σε ασθενείς με HIV οδηγεί σε χαμηλότερο κίνδυνο μείζονος ανεπιθύμητου καρδιαγγειακού επεισοδίου

Σε αυτήν τη μελέτη φάσης ΙΙΙ, 7.769 συμμετέχοντες με HIV υπό αντιρετροϊκή αγωγή με χαμηλό έως μέτριο κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου τυχαιοποιήθηκαν να λάβουν πιταβαστατίνη...

Ετικέτες