Έρευνα του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου έδειξε πως η μετφορμίνη αποτελεί την ιδανική επιλογή στην περίπτωση διαβητικών ασθενών με χαμηλό καρδιαγγειακό κίνδυνο
Η έναρξη θεραπείας με μια αγωγή βασισμένη στη μετφορμίνη αποδεικνύεται η ιδανική επιλογή για ασθενείς με διαβήτη τύπου 2, οι οποίοι δεν έχουν λάβει προηγούμενη αντιδιαβητική αγωγή και διατρέχουν χαμηλό κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών νόσων. Δεν υπάρχουν ωστόσο επαρκή στοιχεία που να καθιστούν τη συγκεκριμένη θεραπεία κατάλληλη για διαβητικούς με υψηλά ποσοστά καρδιαγγειακού κινδύνου. Τα ευρήματα της μελέτης δημοσιεύτηκαν στο Annals of Internal Medicine.
Επιστημονικά δεδομένα έχουν αποδείξει πως τα διάφορα αντιδιαβητικά φάρμακα και μεμονωμένοι παράγοντες δεν διαφέρουν απλώς ως προς την αποτελεσματικότητά τους στη ρύθμιση της γλυκόζης στο αίμα αλλά και στο πώς επηρεάζουν τα επίπεδα θνησιμότητας και τα αίτια θανάτου που σχετίζονται με καρδιαγγειακές παθήσεις. Επομένως η επιλογή κατάλληλης αγωγής πρέπει να λαμβάνει υπ’ όψιν της πολλούς παράγοντες και κυρίως τα εξατομικευμένα χαρακτηριστικά κάθε ασθενούς, όπως τυχόν ιστορικό αθηροσκληρωτικής νόσου, καρδιακής ανεπάρκειας ή χρόνιας νεφρικής νόσου.
Ερευνητές από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης μελέτησαν 453 δοκιμές αξιολόγησης 21 αντιδιαβητικών παρεμβάσεων από εννέα κατηγορίες φαρμάκων για να συγκρίνουν τα οφέλη και τις επιπτώσεις τους σε ενήλικες ασθενείς με διαβήτη τύπου 2. Κατά τον σχεδιασμό της μελέτης, οι ερευνητές έλαβαν υπ’ όψιν τις απόψεις και τις ανησυχίες των ασθενών σχετικά με τη διαχείριση του διαβήτη και τον αντίκτυπό της νόσου στη ζωή τους. Οι παρεμβάσεις περιελάμβαναν μονοθεραπείες, συνδυαστικές θεραπείες με βάση τη μετφορμίνη και τη σύγκριση των δύο μεταξύ τους.
Βάσει των στοιχείων, δεν παρατηρήθηκαν διαφορές στις θεραπείες σε ασθενείς με χαμηλό καρδιαγγειακό κίνδυνο που δεν είχαν ξαναλάβει φάρμακα. Τα σχήματα ινσουλίνης και ειδικοί αγωνιστές του υποδοχέα του παρόμοιου με γλυκαγόνη πεπτιδίου-1 (GLP-1 RAs) που προστέθηκαν στη θεραπεία με βάση τη μετφορμίνη, πέτυχαν τη σημαντικότερη μείωση των επιπέδων της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης A1c. Στους ασθενείς με αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο που λάμβαναν θεραπεία με βάση τη μετφορμίνη, συγκεκριμένοι αγωνιστές του υποδοχέα του γλυκαγονόμορφου πεπτιδίου 1 και αναστολείς συμμεταφοράς γλυκόζης-νατρίου 2 (SGLT2) έδειξαν να δρουν θετικά σε ορισμένα καρδιαγγειακά αποτελέσματα.
Τα νέα ευρήματα επιβεβαιώνουν και υπερθεματίζουν στις πιο πρόσφατες θεραπευτικές συστάσεις διεθνών επιστημονικών οργανισμών, τεκμηριώνοντας την επίδραση στην καρδιαγγειακή υγεία όλων των διαθέσιμων αντιδιαβητικών φαρμάκων και επισημαίνοντας τις διαφορές, όχι μόνο μεταξύ των κατηγοριών φαρμάκων, αλλά και μεταξύ φαρμάκων της ίδιας κατηγορίας. Ειδικοί από τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας, με αφορμή τα πρόσφατα ευρήματα της ελληνικής μελέτης, προτείνουν τρόπους με τους οποίους οι μελλοντικές κλινικές δοκιμές μπορούν να εστιάζουν καλύτερα στην εξατομικευμένη φροντίδα ασθενών με διαβήτη τύπου 2.