Οι ασθενείς που έχουν προσβληθεί από τον ιό Covid -19 διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο θρομβοεμβολικής νόσου και ως εκ τούτου πνευμονικής εμβολής.
Η πνευμονική εμβολή πρέπει να μπαίνει στη διαφορική διάγνωση σε περιπτώσεις βαρέως πασχόντων ασθενών που εμφανίζουν οξεία υποξαιμία και αιμοδυναμική κατάρριψη.
Από τις μέχρι τώρα αναφορές σε νοσηλευόμενους ασθενείς, έχουν παρατηρηθεί παθολογικά επίπεδα παραγόντων που λαμβάνουν μέρος στον πηκτικό μηχανισμό.
Από αναδρομική πολυκεντρική μελέτη στην Κϊνα παρατηρήθηκε ότι τα αυξημένα επίπεδα D– διμερών (D–Dimers), (>1g/L) θεωρούνται πτωχός προγνωστικός δείκτης και σχετίζονται στενά με αυξημένη ενδονοσοκομειακή θνητότητα (p=0.003)-
Σε άλλη μελέτη μεταξύ επιζώντων και μη επιζώντων βρέθηκε ότι οι μη επιζώντες είχαν αυξημένα επίπεδα D – Dimers και προϊόντων αποδόμησης ινωδογόνου (FDP) καθώς και ότι το 75% αυτών ανέπτυξε διάχυτη ενδοαγγειακή πήξη στην πορεία της νόσου.
Στην δημιουργία υπερπηκτικότητας συνεισφέρουν η παρατεταμένη κατάκλιση καθώς επίσης και η γενικευμένη αγγειακή φλεγμονή και ενδοθηλιακή δυσλειτουργία.
Η καταλληλότερη προφυλακτική αντιθρομβωτική αγωγή για τους προσβεβλημένους ασθενείς από Covid -19 δεν είναι ακόμα γνωστή. Δεδομένης της αλληλεπίδρασης κάποιων αντιϊκών φαρμάκων με τους άμεσους αναστολείς της θρομβίνης προτιμάται η χορήγηση ηπαρίνης χαμηλού μοριακού βάρους και η μη κλασματοποιημένη ηπαρίνη.
Απαιτείται επομένως προσεκτική εκτίμηση της δεξιάς κοιλίας, η οποία επιβαρύνεται όχι μόνο από την εφαρμογή υψηλών τελοεκπνευστικών πιέσεων κατά το μηχανικό αερισμό, αλλά και από την ενδεχόμενη πνευμονική εμβολή.